Anonymous

ὁπόσος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_6)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁπόσος''': Ἐπικ. ὁππόσος, ὁπόσσος, Ὅμηρ., [[ὅστις]] μεταχειρίζεται καὶ τὸν ἁπλοῦν τύπον· παρὰ μεταγεν. καὶ ὁππόσσος· Ἰων. ὁκόσος· ― συσχετ. τοῦ [[πόσος]], ἐν χρήσει, Ι. ὡς ἀναφορ., σχεδὸν ὡς τὸ [[ὅσος]], ἐπὶ ἀριθμοῦ, Λατ. quot, quotquot, ὁπόσα τολύπευσε σὺν αὐτῷ Ἰλ. Ω. 7· ὁππόσα κήδε’ ἀνέτλης Ὀδ. Ξ. 47· ὁπόσαι ψάμαθοι κλονέονται, καθορᾶς Πινδ. Π. 9. 83· πᾶσι θεοῖς.., ὁπόσοι τὴν Διὸς αὐλὴν εἰσοιχνεῦσιν Αἰσχύλ. Πρ. 121, πρβλ. 410, Θήβ. 929· τοσαῦτα, ὁπόσα σοι φίλον Πλάτ. Νόμ. 642D· ὁπόσους πλείστους ἐδυνάμην Ξεν. Κύρ. 4. 5, 29, κτλ.· ― παρὰ τοῖς πεζογράφοις [[συχνάκις]] ὁπ. ἄν, μεθ’ ὑποτακτ., ὁπόσοις ἂν δοκῇ Θουκ. 4. 118, πρβλ. Πλάτ. Σοφιστ. 245D, κτλ. 2) ἐπὶ ποσότητος, [[τόσος]] [[ὅσος]]· ἐπὶ μεγέθους ἢ διαστήματος, ὅσον [[μέγας]], Λατ. quantus, ὁπόσσον ἐπέσχε, ὅσον μακρὰν ἐξετείνετο, Ἰλ. Ψ. 238· χθόνα.., ὁπόσαν καὶ φθιμένοισι κατέχειν, τόσην ὅσην ἐπιτρέπεται νὰ κατέχωσιν οἱ νεκροί, Αἰσχύλ. Θήβ. 732, πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 4, 8· ― ἐπιρρηματικῶς κατὰ δοτ., ὁπόσῳ πλέον.., τοσούτῳ πλειόνων Πλάτ. Νόμ. 649Β· ― [[ὡσαύτως]] οὐδέτ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., ὁπόσα.. [[πέφανται]], καθ’ ὁπόσους τρόπους ἢ μορφάς, ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 231C. 3) προσθήκῃ ἀοριστολογικῶν μορίων, ὁποσοσοῦν, ὁσονδήποτε [[μέγας]], Λατ. quantuscunque, Θουκ. 4. 37., 6. 56, Πλάτ. Σοφιστ. 245C· Ἰων. δοτ. πληθ. ὁκοσῃσιῶν Ἡρόδ. 5. 20· ― [[οὕτως]], ὁποσῳδήποτε Δημ. 526. 26· ὁπόσοσπερ Πλάτ. Νόμ. 753Β, Ξεν. Οἰκ. 4, 5· ὁποσουτινοσοῦν, ἀντὶ ὁσονδήποτε [[μεγάλης]] [[τιμῆς]], Λυσ. 165. 32. ΙΙ. ἐπὶ πλαγίας ἐρωτήσεως, εἰπὲ ..., τούτων ὁκόσοι [εἰσὶ] Ἡρόδ. 7. 234, ἠρώτων τὸ [[στράτευμα]], ὁπόσον εἴη Ξεν. Ἀν. 4, 17, πρβλ. Πλάτ. Σίσυφ. 388Ε· ἤρετο ὁπόσου, ἠρώτησεν ἀντὶ πόσου, ἀντὶ [[ποίας]] [[τιμῆς]], Τιμοκλῆς ἐν «Ἐπιχαιρεκάκῳ» 1. 9.
|lstext='''ὁπόσος''': Ἐπικ. ὁππόσος, ὁπόσσος, Ὅμηρ., [[ὅστις]] μεταχειρίζεται καὶ τὸν ἁπλοῦν τύπον· παρὰ μεταγεν. καὶ ὁππόσσος· Ἰων. ὁκόσος· ― συσχετ. τοῦ [[πόσος]], ἐν χρήσει, Ι. ὡς ἀναφορ., σχεδὸν ὡς τὸ [[ὅσος]], ἐπὶ ἀριθμοῦ, Λατ. quot, quotquot, ὁπόσα τολύπευσε σὺν αὐτῷ Ἰλ. Ω. 7· ὁππόσα κήδε’ ἀνέτλης Ὀδ. Ξ. 47· ὁπόσαι ψάμαθοι κλονέονται, καθορᾶς Πινδ. Π. 9. 83· πᾶσι θεοῖς.., ὁπόσοι τὴν Διὸς αὐλὴν εἰσοιχνεῦσιν Αἰσχύλ. Πρ. 121, πρβλ. 410, Θήβ. 929· τοσαῦτα, ὁπόσα σοι φίλον Πλάτ. Νόμ. 642D· ὁπόσους πλείστους ἐδυνάμην Ξεν. Κύρ. 4. 5, 29, κτλ.· ― παρὰ τοῖς πεζογράφοις [[συχνάκις]] ὁπ. ἄν, μεθ’ ὑποτακτ., ὁπόσοις ἂν δοκῇ Θουκ. 4. 118, πρβλ. Πλάτ. Σοφιστ. 245D, κτλ. 2) ἐπὶ ποσότητος, [[τόσος]] [[ὅσος]]· ἐπὶ μεγέθους ἢ διαστήματος, ὅσον [[μέγας]], Λατ. quantus, ὁπόσσον ἐπέσχε, ὅσον μακρὰν ἐξετείνετο, Ἰλ. Ψ. 238· χθόνα.., ὁπόσαν καὶ φθιμένοισι κατέχειν, τόσην ὅσην ἐπιτρέπεται νὰ κατέχωσιν οἱ νεκροί, Αἰσχύλ. Θήβ. 732, πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 4, 8· ― ἐπιρρηματικῶς κατὰ δοτ., ὁπόσῳ πλέον.., τοσούτῳ πλειόνων Πλάτ. Νόμ. 649Β· ― [[ὡσαύτως]] οὐδέτ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., ὁπόσα.. [[πέφανται]], καθ’ ὁπόσους τρόπους ἢ μορφάς, ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 231C. 3) προσθήκῃ ἀοριστολογικῶν μορίων, ὁποσοσοῦν, ὁσονδήποτε [[μέγας]], Λατ. quantuscunque, Θουκ. 4. 37., 6. 56, Πλάτ. Σοφιστ. 245C· Ἰων. δοτ. πληθ. ὁκοσῃσιῶν Ἡρόδ. 5. 20· ― [[οὕτως]], ὁποσῳδήποτε Δημ. 526. 26· ὁπόσοσπερ Πλάτ. Νόμ. 753Β, Ξεν. Οἰκ. 4, 5· ὁποσουτινοσοῦν, ἀντὶ ὁσονδήποτε [[μεγάλης]] [[τιμῆς]], Λυσ. 165. 32. ΙΙ. ἐπὶ πλαγίας ἐρωτήσεως, εἰπὲ ..., τούτων ὁκόσοι [εἰσὶ] Ἡρόδ. 7. 234, ἠρώτων τὸ [[στράτευμα]], ὁπόσον εἴη Ξεν. Ἀν. 4, 17, πρβλ. Πλάτ. Σίσυφ. 388Ε· ἤρετο ὁπόσου, ἠρώτησεν ἀντὶ πόσου, ἀντὶ [[ποίας]] [[τιμῆς]], Τιμοκλῆς ἐν «Ἐπιχαιρεκάκῳ» 1. 9.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br /><i>épq.</i> ὁππόσος <i>et</i> [[ὁπόσσος]];<br /><b>I.</b> <i>avec idée de quantité</i> :<br /><b>1</b> <i>corrél. de</i> [[τόσος]], [[τοσοῦτος]] : aussi nombreux que : κτήματ’ ὁπόσσα [[τοί]] ἐστι OD autant de biens que tu en as ; ὁπόσους πλείστους ἐδυνάμην XÉN les plus nombreux que je pouvais;<br /><b>2</b> <i>dans une interrog. indir.</i> : combien nombreux ; [[ἠρώτων]] τὸ [[στράτευμα]] ὁπόσον εἴη XÉN ils demandaient quel était le chiffre de nos forces;<br /><b>II.</b> <i>avec idée de lieu ou d’espace, corrél. de</i> [[τοσοῦτος]], <i>etc.</i> aussi grand que ; ὁπόσσον ἐπέσχε πυρὸς [[μένος]] IL autant d’espace qu’en a occupé le feu.<br />'''Étymologie:''' ὁ-, thème du pron. relat. [[ὅς]] et [[πόσος]].
}}
}}