Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κασαλβάζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κᾰσαλβάζω''': φέρομαι ὡς [[πόρνη]], Ἕρμιππ. παρὰ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 1164, πρβλ. Meineke εἰς Ἕλλ. Κωμ. 1. σ. 98. 2) μετ’ αἰτ., κ. τοὺς στρατηγούς, κακομεταχειρίζομαι, [[ὀνειδίζω]], [[ὑβρίζω]] αὐτοὺς κατὰ τρόπον πορνικόν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 355.
|lstext='''κᾰσαλβάζω''': φέρομαι ὡς [[πόρνη]], Ἕρμιππ. παρὰ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 1164, πρβλ. Meineke εἰς Ἕλλ. Κωμ. 1. σ. 98. 2) μετ’ αἰτ., κ. τοὺς στρατηγούς, κακομεταχειρίζομαι, [[ὀνειδίζω]], [[ὑβρίζω]] αὐτοὺς κατὰ τρόπον πορνικόν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 355.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> <i>intr.</i> se conduire comme une courtisane;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> traiter comme une courtisane, se moquer de.<br />'''Étymologie:''' [[κασαλβάς]].
}}
}}