3,274,216
edits
(6_6) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σπέος''': Ἐπικ. [[σπεῖος]], τό, Ἐπικ. ὀνομ., [[σπήλαιον]], βαθύτερον (ὡς φαίνεται) ἢ τὸ [[ἄντρον]], Nitzsch εἰς Ὀδ. Ε. 57˙ χρησιμεύει ὡς [[μάνδρα]] προβάτων, Ἰλ. Δ. 279˙ ὡς [[κατοικία]] τῶν Κυκλώπων, Ὀδ. Ι. 400˙ ἐν σπέσσι γλαφυροῖσι [[αὐτόθι]] 114˙ ὡς [[νεώσοικος]] ἢ [[τόπος]] ἀσφαλὴς πρὸς ἀνέλκυσιν πλοίου, Μ. 317. - Τοῦ τύπου [[σπέος]] ὁ Ὅμηρ. ποιεῖται χρῆσιν μόνον τῆς ὀνομ. καὶ αἰτ. τοῦ ἑνικοῦ, Ἰλ. Ν. 32, ἔνθ’ ἀνωτ.˙ ἀνώμαλ. δοτ. σπῆι Σ. 402, Ὀδ. Β. 20, κτλ., πρβλ. Ἡσ. Θ. 297 (σπέϊ παρ’ Ὀππ. ἐν Κυν. 4. 246)˙ τοῦδε Ἐπικ. τύπου [[σπεῖος]], ἑνικ. αἰτιατ. μόνον ἐν Ὀδ. Ε. 194· γεν. σπείους [[πολλάκις]] ἀλλὰ μόνον ἐν τῇ Ὀδ.· τοῦ δὲ πληθ. μόνον δοτ. [[σπήεσσι]], [[ἅπερ]] ἀπαντῶσι [[συχν]]. ἀλλὰ μόνον ἐν τῇ Ὀδ.· ἐν Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 264, καὶ γενικ. σπείων· ἀνώμαλ. δοτ. πληθ. σπεάτεσσι, ὡς ἐξ ὀνομ. σπέας, Ξενοφάν. παρ’ Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. σ. 30. (Πρβλ. [[σπήλαιον]], σπῆλυξ· Λατ. specus, spelaeum, spelunca). ― Καθ’ Ἡσύχ. «[[σπήλαιον]], [[ἄντρον]]». | |lstext='''σπέος''': Ἐπικ. [[σπεῖος]], τό, Ἐπικ. ὀνομ., [[σπήλαιον]], βαθύτερον (ὡς φαίνεται) ἢ τὸ [[ἄντρον]], Nitzsch εἰς Ὀδ. Ε. 57˙ χρησιμεύει ὡς [[μάνδρα]] προβάτων, Ἰλ. Δ. 279˙ ὡς [[κατοικία]] τῶν Κυκλώπων, Ὀδ. Ι. 400˙ ἐν σπέσσι γλαφυροῖσι [[αὐτόθι]] 114˙ ὡς [[νεώσοικος]] ἢ [[τόπος]] ἀσφαλὴς πρὸς ἀνέλκυσιν πλοίου, Μ. 317. - Τοῦ τύπου [[σπέος]] ὁ Ὅμηρ. ποιεῖται χρῆσιν μόνον τῆς ὀνομ. καὶ αἰτ. τοῦ ἑνικοῦ, Ἰλ. Ν. 32, ἔνθ’ ἀνωτ.˙ ἀνώμαλ. δοτ. σπῆι Σ. 402, Ὀδ. Β. 20, κτλ., πρβλ. Ἡσ. Θ. 297 (σπέϊ παρ’ Ὀππ. ἐν Κυν. 4. 246)˙ τοῦδε Ἐπικ. τύπου [[σπεῖος]], ἑνικ. αἰτιατ. μόνον ἐν Ὀδ. Ε. 194· γεν. σπείους [[πολλάκις]] ἀλλὰ μόνον ἐν τῇ Ὀδ.· τοῦ δὲ πληθ. μόνον δοτ. [[σπήεσσι]], [[ἅπερ]] ἀπαντῶσι [[συχν]]. ἀλλὰ μόνον ἐν τῇ Ὀδ.· ἐν Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 264, καὶ γενικ. σπείων· ἀνώμαλ. δοτ. πληθ. σπεάτεσσι, ὡς ἐξ ὀνομ. σπέας, Ξενοφάν. παρ’ Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. σ. 30. (Πρβλ. [[σπήλαιον]], σπῆλυξ· Λατ. specus, spelaeum, spelunca). ― Καθ’ Ἡσύχ. «[[σπήλαιον]], [[ἄντρον]]». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=(τό) :<br /><i>dat.</i> [[σπῆϊ]], <i>dat. pl.</i> [[σπέσσι]] <i>ou</i> [[σπήεσσι]];<br />antre, caverne.<br />'''Étymologie:''' DELG terme archaïque sans étym. | |||
}} | }} |