Anonymous

παραίρεσις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_9)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παραίρεσις''': ἡ, [[ἀφαίρεσις]], τῶν προσόδων Θουκ. 1. 122· [[παραίρεσις]] τῆς οὐσίας Πλάτ. Πολ. 573Ε· τὴν π. ποεῖσθαι τῶν ὅπλων Ἀριστ. Πολιτ. 5. 10, 11.
|lstext='''παραίρεσις''': ἡ, [[ἀφαίρεσις]], τῶν προσόδων Θουκ. 1. 122· [[παραίρεσις]] τῆς οὐσίας Πλάτ. Πολ. 573Ε· τὴν π. ποεῖσθαι τῶν ὅπλων Ἀριστ. Πολιτ. 5. 10, 11.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />enlèvement, soustraction.<br />'''Étymologie:''' [[παραιρέω]].
}}
}}