3,277,119
edits
(6_11) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νησιωτικός''': -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «νησιώτικος», ἔθνη Ἡρόδ. 7. 80· δόμοι Εὐρ. Ἀνδρ. 1261· [[ὄνομα]] νησιωτικὸν Σαλαμῖνα θέμενον, δόντα εἰς αὐτὴν τὸ νησιωτικὸν [[ὄνομα]] Σαλαμίς, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 149· [[οἷον]] τὰ νησιωτικὰ ταὐτὶ ξενύδρια Μένανδρ. ἐν «Τροφωνίῳ» 1. 3· - τὸ νησιωτικόν, νησιωτικὴ [[θέσις]], Θουκ. 7. 57. | |lstext='''νησιωτικός''': -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «νησιώτικος», ἔθνη Ἡρόδ. 7. 80· δόμοι Εὐρ. Ἀνδρ. 1261· [[ὄνομα]] νησιωτικὸν Σαλαμῖνα θέμενον, δόντα εἰς αὐτὴν τὸ νησιωτικὸν [[ὄνομα]] Σαλαμίς, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 149· [[οἷον]] τὰ νησιωτικὰ ταὐτὶ ξενύδρια Μένανδρ. ἐν «Τροφωνίῳ» 1. 3· - τὸ νησιωτικόν, νησιωτικὴ [[θέσις]], Θουκ. 7. 57. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />d’insulaire <i>ou</i> d’île.<br />'''Étymologie:''' [[νησιώτης]]. | |||
}} | }} |