Anonymous

ἀερώδης: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_7)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀερώδης''': -ές, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] ἀέρι, Ἀριστ. Κοσμ. 4. 18: [[ἐλαφρός]], ἐπὶ λεπτοῦ νήματος, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 1431. 2) ὡς τὸ [[ἀεροειδής]], ἐπὶ χρώματος, τὴν χρόαν, Διοσκ. 5. 170: - ὡς οὐσιαστ., τὸ ἀερῶδες, ἡ [[ἀερώδης]] [[φύσις]], Ἐμπέδ. παρὰ Πλουτ. 2. 888Β. ΙΙ. [[πλήρης]] ἀέρος, Ἀριστ. περὶ Μορ. Ζῴων, 3, 6, 8, πρβλ. [[ἀεροειδής]].
|lstext='''ἀερώδης''': -ές, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] ἀέρι, Ἀριστ. Κοσμ. 4. 18: [[ἐλαφρός]], ἐπὶ λεπτοῦ νήματος, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 1431. 2) ὡς τὸ [[ἀεροειδής]], ἐπὶ χρώματος, τὴν χρόαν, Διοσκ. 5. 170: - ὡς οὐσιαστ., τὸ ἀερῶδες, ἡ [[ἀερώδης]] [[φύσις]], Ἐμπέδ. παρὰ Πλουτ. 2. 888Β. ΙΙ. [[πλήρης]] ἀέρος, Ἀριστ. περὶ Μορ. Ζῴων, 3, 6, 8, πρβλ. [[ἀεροειδής]].
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />brumeux, vaporeux.<br />'''Étymologie:''' [[ἀήρ]], -ωδης.
}}
}}