ἀερώδης
κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος → grave, everlasting dwelling, everlasting dwelling place
English (LSJ)
ἀερῶδες,
A like air, of the soul, Epicur.Fr.314; Astrol., of signs, connected with the air, Vett.Val.7.26; light of texture, Sch.E.Or. 1431.
2 = ἀέρινος 2, τὴν χρόαν Dsc.5.152 (dub.).
3 τὸ ἀερῶδες = the airy nature, Placit.2.11.2, al., cf. Arist.Mu.395a20.
II full of air, Id.PA669b2.
Spanish (DGE)
ἀερῶδες
I 1aéreo, consistente en aire τῆς τοῦ πλεύμονος κινήσεως οὔσης ἀερώδους Arist.PA 669b2, cf. Plu.2.1054b, 1118e
•propio de la naturaleza del aire ἡ ἀ. οὐσία Strato Lamps.88, νεφέλη Gp.1.2.4, neutr. subst. τὸ ἀερῶδες M.Ant.10.7.2, op. τὸ πυρῶδες Placit.2.11.2, op. τὸ γεῶδες Thphr.Ign.7, Chrysipp.Stoic.2.136, op. τὸ φωτοειδές Chrysipp.Stoic.2.231, cf. 148.1.
2 semejante al aire del alma, Epicur.Fr.[158] 6
•astrol. relacionado con el aire de los signos, Vett.Val.7.20, de la luna, Clem.Al.Strom.5.6.37
•ligero Sch.E.Or.1431D.
II oscuro σποδός ἀ. ... τὴν χρόαν Dsc.5.152.2 (var.).
German (Pape)
[Seite 43] ἀερῶδες, luftartig, luftig, Arist. mund. 4; auch nebelig, dunkel, Sp., wie Plut., neben πυρῶδες.
French (Bailly abrégé)
ης, ἀερῶδες:
brumeux, vaporeux.
Étymologie: ἀήρ, -ωδης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀερώδης -ες ἀήρ van lucht, luchtachtig; subst. τὸ ἀερῶδες het luchtachtige, een van de elementen waaruit de kosmos bestaat.
Greek (Liddell-Scott)
ἀερώδης: ἀερῶδες, (εἶδος) ὅμοιος ἀέρι, Ἀριστ. Κοσμ. 4. 18: ἐλαφρός, ἐπὶ λεπτοῦ νήματος, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 1431. 2) ὡς τὸ ἀεροειδής, ἐπὶ χρώματος, τὴν χρόαν, Διοσκ. 5. 170: - ὡς οὐσιαστ., τὸ ἀερῶδες, ἡ ἀερώδης φύσις, Ἐμπέδ. παρὰ Πλουτ. 2. 888Β. ΙΙ. πλήρης ἀέρος, Ἀριστ. περὶ Μορ. Ζῴων, 3, 6, 8, πρβλ. ἀεροειδής.
Russian (Dvoretsky)
ἀερώδης: Arst., Plut. = ἀεροειδής.