Anonymous

ἄδυτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄδῠτος''': -ον, (δύω) [[τόπος]] εἰς ὃν οὐκ [[ἔξεστι]] πᾶσιν εἰσιέναι, Πινδ. Π. 11, 7· ἄδ. ἐστιν ὁ [[τόπος]], Στράβ. 650. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ὡς οὐσ. τὸ ἐσώτατον [[μέρος]] τοῦ ναοῦ, τὸ ἱερώτατον, Λατ. adytum, Ἰλ. Ε. 448, 512, Πινδ. Ο. 7. 59 ([[ἔνθα]] [[ὅμως]] τὸ γένος δὲν [[εἶναι]] φανερόν)· [[εἶναι]] δὲ οὐδετέρως τὸ ἄδυτον, ἐν Ἡροδ. 5. 72, καὶ ἐν Εὐρ. Ἴων 938· καὶ ἀρσενικῶς ὁ [[ἄδυτος]], ἐν Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 247: - μεταφ. ἐκ τοῦ ἀδ. τῆς βίβλου, Πλάτ. Θεαίτ. 162Α· - ἄδ. τῆς θαλάσσης, Ὀππ. Ἁλ. Ι. 49.
|lstext='''ἄδῠτος''': -ον, (δύω) [[τόπος]] εἰς ὃν οὐκ [[ἔξεστι]] πᾶσιν εἰσιέναι, Πινδ. Π. 11, 7· ἄδ. ἐστιν ὁ [[τόπος]], Στράβ. 650. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ὡς οὐσ. τὸ ἐσώτατον [[μέρος]] τοῦ ναοῦ, τὸ ἱερώτατον, Λατ. adytum, Ἰλ. Ε. 448, 512, Πινδ. Ο. 7. 59 ([[ἔνθα]] [[ὅμως]] τὸ γένος δὲν [[εἶναι]] φανερόν)· [[εἶναι]] δὲ οὐδετέρως τὸ ἄδυτον, ἐν Ἡροδ. 5. 72, καὶ ἐν Εὐρ. Ἴων 938· καὶ ἀρσενικῶς ὁ [[ἄδυτος]], ἐν Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 247: - μεταφ. ἐκ τοῦ ἀδ. τῆς βίβλου, Πλάτ. Θεαίτ. 162Α· - ἄδ. τῆς θαλάσσης, Ὀππ. Ἁλ. Ι. 49.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />impénétrable, sacré ; τὸ ἄδυτον, τὰ ἄδυτα lieu dont l’accès est interdit (sanctuaire, temple, enclos, bois, <i>etc.</i>) ; ἀδύτων [[ὕπο]] EUR du fond du sanctuaire.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[δύω]].
}}
}}