ἄδυτος

From LSJ

ἀρκετὸν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς → sufficient unto the day is the evil thereof, each day has enough trouble of its own, there is no need to add to the troubles each day brings (Matthew 6:34)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄδῠτος Medium diacritics: ἄδυτος Low diacritics: άδυτος Capitals: ΑΔΥΤΟΣ
Transliteration A: ádytos Transliteration B: adytos Transliteration C: adytos Beta Code: a)/dutos

English (LSJ)

ἄδυτον, (δύω)
A not to be entered, θησαυρός Pi.P.11.4; ἄ. ἐστιν ὁ τόπος Str.14.1.44.
2 never setting, of stars, Sch.Arat.632.
II mostly as substantive (masc. in h.Merc.247, neut. in Hdt.5.72, E.Ion938), innermost sanctuary or innermost shrine, Lat. adytum, Il.5.448, 512, h.Ap.443; εὐώδεος ἐξ ἀδύτου Pi.O.7.32: metaph., ἐκ τοῦ ἀδύτου τῆς βίβλου Pl.Tht.162a; ἄ. θαλάσσης Opp.H.1.49, cf. Hymn.Is.152.

Spanish (DGE)

(ἄδῠτος) -ον
• Alolema(s): beoc. ἄδουτος Corinn.1.3.30
• Prosodia: [-ῡ- Isidorus 4.3]
I adj.
1 donde no se debe entrar θησαυρός Pi.P.11.4, τόπος Str.14.1.44, ἀδύτους Φερσεφόνης θαλάμους IG 9(2).429.4 (Feras III a.C.).
2 de astros que no se pone Sch.Arat.632
fig. ὁ θεὸς ... φῶς ἐστιν ἀληθινόν, ἄδυτον Ast.Soph.Hom.24.10.
II subst. τὸ ἄδυτον, tb. ὁ ἄδυτος
1 la parte más interior y sagrada del templo, áditon pero frec. interpr. por sinéc. c. el sent. de santuario, ἐν μεγάλῳ ἀδύτῳ Il.5.448, πίονος ἐξ ἀδύτοιο Il.5.512, cf. Tyrt.3.4, Thgn.808, ἐς ... ἄδυτον κατέδυσε h.Ap.443, εὐώδεος ἐξ ἀδύτου Pi.O.7.32, θεοῦ ἄ. Pi.Fr.52g.3, cf. Hdt.5.72, E.Io 938, τοῦ ἱεροῦ τὸ καλούμενον ἄδυτον D.S.16.26, cf. Verg.Aen.2.115, Seru.Aen.2.115, Colum.1 praef.30, Plu.2.437c, οἱ εἰς τὸ ἄδυτον εἰσπορευόμενοι πρὸς τὸν στολισμὸν τῶν θεῶν OGI 56.4 (III a.C.), εἰς ἄδυτον καταβὰς Ἀσκληπιοῦ Isyll.30, κλεὶς ἐπὶ τὸ ἄδυτον Didyma 427.8 (III a.C.), τὸν ἱερὸν στέφανον τὸν ἐκ τοῦ ἀδύτου Didyma 493.11 (III a.C.), (ξόανόν τε καὶ ναόν) καθιδρῦσαι ἐν τοῖς ἀδύτοις μετὰ τῶν ἄλλων ναῶν emplazar (la estatua de madera y la capilla) en los áditon con las demás capillas, OGI 90.42 (Roseta II a.C.), τὰ βιβλία ... ἐκ πάντων τῶν ἀδύτων ἀνεῖλε D.C.75.13.2, cf. Suppl.Mag.72.1.3
en plu. mismo sign. Λερναῖα ἄδυτα IG 22.3674.4 (IV d.C.), cf. Nonn.D.4.289
fig. Περσεφόνης ἄδυτον = el Hades Emp.B 156.4.
2 tumba Verg.Aen.5.84, Iuu.13.205.
3 lo más recóndito ἐκ τοῦ ἀδύτου τῆς βίβλου Pl.Tht.162a, ἄδυτον θαλάσσης Opp.H.1.49, cf. Hymn.Is.152 (Andros), ἀπὸ τοῦ ἀδύτου προέκυψεν Dam.Pr.41, ἐν ἀδύτοις ἱδρυμένη ἀλήθεια Procl.in R.1.86, ex adyto cordis Lucr.1.737.

German (Pape)

[Seite 38] nicht zu betreten, θησαυρός Pind. Ol. 11, 4; κτέανα Eur. Andr. 1033; bes. von heiligen Orten, dah. τὸ ἄδυτον das innerste Heiligthum des Tempels, Hom. zweimal, Il. 5, 448. 512; Pind. OI. 7, 32; Eur. Iph. T. 1257 θέσφατα; τῆς θεοῦ Her. 5, 72 u. öfter; übtr. τῆς βίβλου Plat. Theaet. 162 a; auch ὁ ἄδυτος H. h. Merc. 247. – In Aegypten sind ἄδυτα unterirdische Gemächer im Innersten des Tempels; εἰς τὰ ἄδ. κατελθεῖν Luc. Gall. 18; D. L. 8, 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
impénétrable, sacré ; τὸ ἄδυτον, τὰ ἄδυτα lieu dont l'accès est interdit (sanctuaire, temple, enclos, bois, etc.) ; ἀδύτων ὕπο EUR du fond du sanctuaire.
Étymologie: , δύω.

Russian (Dvoretsky)

I заповедный, священный (θησαυρός Pind.).
II ὁ HH = ἄδυτον.

Greek (Liddell-Scott)

ἄδῠτος: -ον, (δύω) τόπος εἰς ὃν οὐκ ἔξεστι πᾶσιν εἰσιέναι, Πινδ. Π. 11, 7· ἄδ. ἐστιν ὁ τόπος, Στράβ. 650. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ὡς οὐσ. τὸ ἐσώτατον μέρος τοῦ ναοῦ, τὸ ἱερώτατον, Λατ. adytum, Ἰλ. Ε. 448, 512, Πινδ. Ο. 7. 59 (ἔνθα ὅμως τὸ γένος δὲν εἶναι φανερόν)· εἶναι δὲ οὐδετέρως τὸ ἄδυτον, ἐν Ἡροδ. 5. 72, καὶ ἐν Εὐρ. Ἴων 938· καὶ ἀρσενικῶς ὁ ἄδυτος, ἐν Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 247: - μεταφ. ἐκ τοῦ ἀδ. τῆς βίβλου, Πλάτ. Θεαίτ. 162Α· - ἄδ. τῆς θαλάσσης, Ὀππ. Ἁλ. Ι. 49.

English (Slater)

ᾰδῠτος not to be entered χρυσέων ἐς ἄδυτον τριπόδων θησαυρόν i. e. the temple of Apollo Ismenios at Thebes (P. 11.4)

Greek Monotonic

ἄδῠτος: -ον (δύω), τόπος στον οποίο δεν επιτρέπεται η είσοδος· απ' όπου ως ουσ.· ἄδυτον, τό, το εσώτατο μέρος του ναού, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.

Middle Liddell

[δύω]
not to be entered, Il., etc.

Mantoulidis Etymological

(=τόπος ὅπου δέν ἐπιτρέπεται σέ ὅλους νά μποῦν). Ἀπό τό α στερητ. + δύω (=μπαίνω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό δύω.