Anonymous

ἀθῷος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀθῷος''': -ον, (θωή) = μὴ τιμωρηθείς, [[ἀτιμώρητος]], Εὐρ. καὶ Ρήτορες· ἀθῴους καθιστάναι τινάς, ἐξασφαλίζειν τὸ ἀτιμώρητον αὐτῶν, Δημ. 31, 17· ἀθῷον ἀφιέναι, παρὰ Δημ. 549. 27· ἀθῴος ἀπαλλάττειν ἢ -εσθαι = ἀπέρχεσθαι [[ἀθῷος]], [[ἀτιμώρητος]], Πλάτ. Σοφ. 254Ε. Λυσ. 103. 28· ἀπέρχεσθαι, Ἄρχιπ. ἐν «Ρίνωνι», 1· διαφυγεῖν, Μένανδ. ἐν «Δυσκόλῳ» 4. 2) μ. γεν. ἀπηλλαγμένος τινός, πληγῶν, Ἀριστοφ. Νεφ. 1413· ἀλλ’ ἀθ. ἀδικημάτων, [[ἀτιμώρητος]] δι’ ἀδικήματα, Λυκοῦργ. 157. 38, πρβλ. Διόδ. 14. 76. 3) ἀβλαβὴς ἔκ τινος, [[ἀθῷος]] τῆς Φιλίππου δυναστείας, Δημ. 316, 18. ΙΙ. ὁ μὴ [[ἄξιος]] τιμωρίας, ὁ μὴ [[ἔνοχος]], ὁ [[ἄνευ]] πταίσματος· ἐγὼ μὲν [[ἀθῷος]] ἅπασι, Δημ. 269.4. ΙΙΙ. ἐνεργ., μὴ προξενῶν βλάβην, [[ἀβλαβής]], Δημ. (;) 1437. 9. (Ὁ [[τύπος]] καὶ ἡ [[προσῳδία]] [[ἀθῷος]] τηρεῖται ὑπὸ τοῦ Ἐλμσλ. ἐν Μηδ. 1267).
|lstext='''ἀθῷος''': -ον, (θωή) = μὴ τιμωρηθείς, [[ἀτιμώρητος]], Εὐρ. καὶ Ρήτορες· ἀθῴους καθιστάναι τινάς, ἐξασφαλίζειν τὸ ἀτιμώρητον αὐτῶν, Δημ. 31, 17· ἀθῷον ἀφιέναι, παρὰ Δημ. 549. 27· ἀθῴος ἀπαλλάττειν ἢ -εσθαι = ἀπέρχεσθαι [[ἀθῷος]], [[ἀτιμώρητος]], Πλάτ. Σοφ. 254Ε. Λυσ. 103. 28· ἀπέρχεσθαι, Ἄρχιπ. ἐν «Ρίνωνι», 1· διαφυγεῖν, Μένανδ. ἐν «Δυσκόλῳ» 4. 2) μ. γεν. ἀπηλλαγμένος τινός, πληγῶν, Ἀριστοφ. Νεφ. 1413· ἀλλ’ ἀθ. ἀδικημάτων, [[ἀτιμώρητος]] δι’ ἀδικήματα, Λυκοῦργ. 157. 38, πρβλ. Διόδ. 14. 76. 3) ἀβλαβὴς ἔκ τινος, [[ἀθῷος]] τῆς Φιλίππου δυναστείας, Δημ. 316, 18. ΙΙ. ὁ μὴ [[ἄξιος]] τιμωρίας, ὁ μὴ [[ἔνοχος]], ὁ [[ἄνευ]] πταίσματος· ἐγὼ μὲν [[ἀθῷος]] ἅπασι, Δημ. 269.4. ΙΙΙ. ἐνεργ., μὴ προξενῶν βλάβην, [[ἀβλαβής]], Δημ. (;) 1437. 9. (Ὁ [[τύπος]] καὶ ἡ [[προσῳδία]] [[ἀθῷος]] τηρεῖται ὑπὸ τοῦ Ἐλμσλ. ἐν Μηδ. 1267).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> impuni ; <i>p. ext.</i> qui n’a pas à souffrir de, non atteint par, gén.;<br /><b>2</b> qui ne cause aucun dommage.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[θωή]].
}}
}}