Anonymous

ἀΐστωρ: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_19)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀΐστωρ''': -ορος, ὁ, ἡ, ἀγνοῶν, [[ἀμαθής]], [[ἄπειρος]], μὴ ἔχων συνείδησίν τινος, [[ἀΐστωρ]] ὤν [[αὐτός]], Πλάτ. Νόμ. 845Β· τινός, ὡς [[πρός]] τι [[πρᾶγμα]], Εὐρ. Ἀνδρ. 682.
|lstext='''ἀΐστωρ''': -ορος, ὁ, ἡ, ἀγνοῶν, [[ἀμαθής]], [[ἄπειρος]], μὴ ἔχων συνείδησίν τινος, [[ἀΐστωρ]] ὤν [[αὐτός]], Πλάτ. Νόμ. 845Β· τινός, ὡς [[πρός]] τι [[πρᾶγμα]], Εὐρ. Ἀνδρ. 682.
}}
{{bailly
|btext=ωρ, ορ ; <i>gén.</i> ορος;<br />qui ne sait pas, gén..<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἵστωρ]].
}}
}}