Anonymous

αἰθυκτήρ: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_11)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αἰθυκτήρ''': ῆρος, ὁ ὁρμῶν βιαίως διὰ μέσου τοῦ ἀέρος, ἐπὶ ἀγρίων θηρίων, βελῶν κτλ. Ὀππ. Κ. 2. 332. Ἀνθ.
|lstext='''αἰθυκτήρ''': ῆρος, ὁ ὁρμῶν βιαίως διὰ μέσου τοῦ ἀέρος, ἐπὶ ἀγρίων θηρίων, βελῶν κτλ. Ὀππ. Κ. 2. 332. Ἀνθ.
}}
{{bailly
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />impétueux, violent.<br />'''Étymologie:''' [[αἰθύσσω]].
}}
}}