Anonymous

ἀκόντισμα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκόντισμα''': -ατος, τό, ἡ [[ἀπόστασις]] ἣν διατρέχει τὸ ῥιπτόμενον [[ἀκόντιον]], ἐντὸς ἀκοντίσματος, ἐντὸς τῆς ἀποστάσεως [[μέχρι]] τῆς ὁποίας [[ἀκόντιον]] φθάνει, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 16. ΙΙ. τὸ ῥιπτόμενον [[πρᾶγμα]], [[βέλος]], [[ἀκόντιον]], Στράβ. 576, Πλουτ. Ἀλέξ. 43, κτλ. ΙΙΙ. κατὰ πληθ. = τῷ συγκεκριμ. ἀκοντισταί, ὁ αὐτ. Πύρρ. 21.
|lstext='''ἀκόντισμα''': -ατος, τό, ἡ [[ἀπόστασις]] ἣν διατρέχει τὸ ῥιπτόμενον [[ἀκόντιον]], ἐντὸς ἀκοντίσματος, ἐντὸς τῆς ἀποστάσεως [[μέχρι]] τῆς ὁποίας [[ἀκόντιον]] φθάνει, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 16. ΙΙ. τὸ ῥιπτόμενον [[πρᾶγμα]], [[βέλος]], [[ἀκόντιον]], Στράβ. 576, Πλουτ. Ἀλέξ. 43, κτλ. ΙΙΙ. κατὰ πληθ. = τῷ συγκεκριμ. ἀκοντισταί, ὁ αὐτ. Πύρρ. 21.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> portée du trait;<br /><b>2</b> javelot lancé <i>ou</i> fixé dans un corps;<br /><b>3</b> τὰ ἀκοντίσματα corps de soldats armés de javelots.<br />'''Étymologie:''' [[ἀκοντίζω]].
}}
}}