Anonymous

ἀκορία: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_8)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκορία''': ἡ ([[ἄκορος]]) ἐν Ἱππ. 1180F, τὸ μὴ ἐσθίειν [[μέχρι]] χορτασμοῦ, [[ἐγκράτεια]] ἐν τῷ ἐσθίειν· ἀλλὰ παρ· Ἀρετ. Θερ. Ὀξ. Παθ. 2.2, ἀκ. ποτοῦ, πιθαν. νὰ σημαίνῃ ἄσβεστον ἐπιθυμίαν ποτοῦ.
|lstext='''ἀκορία''': ἡ ([[ἄκορος]]) ἐν Ἱππ. 1180F, τὸ μὴ ἐσθίειν [[μέχρι]] χορτασμοῦ, [[ἐγκράτεια]] ἐν τῷ ἐσθίειν· ἀλλὰ παρ· Ἀρετ. Θερ. Ὀξ. Παθ. 2.2, ἀκ. ποτοῦ, πιθαν. νὰ σημαίνῃ ἄσβεστον ἐπιθυμίαν ποτοῦ.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />avidité insatiable.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[κόρος]].
}}
}}