Anonymous

ἀλγύνω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀλγύνω''': [ῡ], Ἰων., παρατ. ἀλγύνεσκε, (ἐπ-), Κόϊντ. Σμ. 4. 416: - μέλλ. ῠνῶ, Σοφ. Ο. Τ. 332, κτλ.: - ἀόρ. ἤλγῡνα, Σοφ. κτλ.: - Παθ. μ. μέσ. μέλλ. ἀλγυνοῦμαι (ἐπὶ παθητ. ἐννοίας) ὁ αὐτ. Ἀντ. 230, Εὐρ. Μήδ. 622: ἀόρ. ἠλγύνθην. - Τραγ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει παρ’ Εὐπόλ. ἐν «Δήμοις» 2., Ξεν. Ἀπολ. 8. καὶ παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, = λυπῶ, [[θλίβω]], τινά, Αἰσχύλ., κτλ.: - Παθ., [[αἰσθάνομαι]] ἢ [[ὑποφέρω]] πόνον, θλίβομαι, λυποῦμαι διά τι, τινί, Σοφ. Ἀντ. 468, κτλ., ἐπί τινι, Εὐρ. Τρῳ. 172· τι, Σοφ. Φ. 1021: [[μετὰ]] μετοχ., εἰσιδοῦσά τ’ ἠλγύνθην [[κέαρ]], Αἰσχύλ. Πρ. 245.
|lstext='''ἀλγύνω''': [ῡ], Ἰων., παρατ. ἀλγύνεσκε, (ἐπ-), Κόϊντ. Σμ. 4. 416: - μέλλ. ῠνῶ, Σοφ. Ο. Τ. 332, κτλ.: - ἀόρ. ἤλγῡνα, Σοφ. κτλ.: - Παθ. μ. μέσ. μέλλ. ἀλγυνοῦμαι (ἐπὶ παθητ. ἐννοίας) ὁ αὐτ. Ἀντ. 230, Εὐρ. Μήδ. 622: ἀόρ. ἠλγύνθην. - Τραγ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει παρ’ Εὐπόλ. ἐν «Δήμοις» 2., Ξεν. Ἀπολ. 8. καὶ παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, = λυπῶ, [[θλίβω]], τινά, Αἰσχύλ., κτλ.: - Παθ., [[αἰσθάνομαι]] ἢ [[ὑποφέρω]] πόνον, θλίβομαι, λυποῦμαι διά τι, τινί, Σοφ. Ἀντ. 468, κτλ., ἐπί τινι, Εὐρ. Τρῳ. 172· τι, Σοφ. Φ. 1021: [[μετὰ]] μετοχ., εἰσιδοῦσά τ’ ἠλγύνθην [[κέαρ]], Αἰσχύλ. Πρ. 245.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ἤλγυνον, <i>f.</i> ἀλγυνῶ, <i>ao.</i> ἤλγυνα, <i>pf. inus., ao. Pass.</i> ἠλγύνθην;<br />causer une douleur (morale), faire souffrir, blesser, affliger, acc.;<br /><i>Pass. (avec f. Moy.</i> ἀλγυνοῦμαι) éprouver une douleur, souffrir.<br />'''Étymologie:''' [[ἄλγος]].
}}
}}