ἀλγύνω

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλγῡ́νω Medium diacritics: ἀλγύνω Low diacritics: αλγύνω Capitals: ΑΛΓΥΝΩ
Transliteration A: algýnō Transliteration B: algynō Transliteration C: algyno Beta Code: a)lgu/nw

English (LSJ)

[ῡ], Ion. impf. ἀλγύνεσκε Q.S.4.416: fut. -ῠνῶ S.OT332, etc.: aor. ἤλγῡνα Id.Tr.458, etc.:—Pass., with fut. Med. ἀλγυνοῦμαι (in pass. sense) Id.Ant.230, E.Med.622: aor. ἠλγύνθην, v. infr.—Rare exc. in Trag., Eup.90 (paratrag.), Democr.223, X.Ap.8, and later Prose, as Plu.2.82c:—pain, grieve, distress, τινά A.Ch.746, etc.:—Pass., feel, suffer pain, be grieved or be distressed at a thing, τινί S.Ant.468; νόσοις X.l.c.; ἐπί τινι E.Tr.172; τι S.Ph.1021; εἰσιδοῦσά τ' ἠλγύνθην κέαρ A.Pr.247.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [-ῡ-]
1 causar dolor físico, abs. Nic.Th.445
causar dolor o daño, afligir c. ac. βίον Democr.B 223, cf. Orác. en Porph.Fr.336, φρένα A.Ch.746, τοὺς ξυνόντας S.Ph.483, ὄμμα A.Th.358, με S.Tr.458, τοὐμὸν κέαρ E.Med.398, Λαφρίαν κόρην Lyc.985, ἑαυτόν Plu.2.82c, ψυχήν Man.5.101
abs. S.OT 446, S.E.M.7.203, Babr.106.24.
2 en v. med.-pas. dolerle a uno c. ac. de rel. ἠλγύνθην κέαρ A.Pr.245
sufrir por, estar afligido τοῦτο S.Ph.1021, c. part. τὸ θέλειν δ' οὐκ ἔχων ἀλγύνομαι me aflige no poder quererlo E.IA 657, cf. Fr.285.13
c. dat. τοῖσδε S.Ant.468, τῇ τύχῃ E.Heracl.542, νόσοις X.Ap.8, ἀγαθοῖς Hippothoo 2, νόσῳ Max.256
c. prep. y dat. ἐπ' ἄλγεσι E.Tr.172
abs. E.Med.622, Procl.in Ti.3.330.17.

German (Pape)

[Seite 90] in Schmerz versetzen, kränken, τινά, Aesch. Spt. 340 Ch. 735; Soph. u. Eur. τινά τι, Einen etwas schmerzlich empfinden machen, τούτῳ οὐδέν μ' ἀλγονεῖς Soph. Phil. 65; sp. Prosa, ἤλγυναν Plut. Marcell. 25. – Pass. mit fut. med., gekränkt werden, Schmerzen empfinden, = ἀλγέω, so: ἠλγύνθην κέαρ Aesch. Prom. 245; τινί, Soph. Ant. 464; fut. med. ἀλγυνεῖ ib. 230; Eur. Ion 368; ἐπί τινι, Troad. 172. Gelten in Prosa, νόσοις ἀλγυνόμενος Xen. Apol. 8; τοῖς ψόγοις Plut. Ages. 2.

French (Bailly abrégé)

impf. ἤλγυνον, f. ἀλγυνῶ, ao. ἤλγυνα, pf. inus., ao. Pass. ἠλγύνθην;
causer une douleur (morale), faire souffrir, blesser, affliger, acc.;
Pass. (avec f. Moy. ἀλγυνοῦμαι) éprouver une douleur, souffrir.
Étymologie: ἄλγος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀλγύνω ἄλγος fut. ἀλγυνῶ
1. act. ellende berokkenen, pijn doen, verdriet doen, grieven.
2. med.-pass. ellende ondervinden, pijn hebben, verdriet hebben, gegriefd zijn, met dat. door iets = met ἐπί + dat. = met acc.

Russian (Dvoretsky)

ἀλγύνω: (ῡ) (fut. ἀλγῠνῶ, aor. ἤλγῡνα; pass.: fut. ἀλγυνοῦμαι, aor. ἠλγύνθην) причинять боль, огорчать, удручать (τινά Aesch., Soph.): ἀλγύνεσθαί τινι Soph., Plut.; страдать от чего-л.; ὃν οἱ λόγοι τῶν τραυμάτων οὐχὶ μᾶλλον ἤλγυναν Plut. слова причиняли ему не большую боль, чем раны; εἰσιδὼν ἠλγύνθην κέαρ Aesch. это зрелище разрывает мое сердце.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλγύνω: [ῡ], Ἰων., παρατ. ἀλγύνεσκε, (ἐπ-), Κόϊντ. Σμ. 4. 416: - μέλλ. ῠνῶ, Σοφ. Ο. Τ. 332, κτλ.: - ἀόρ. ἤλγῡνα, Σοφ. κτλ.: - Παθ. μ. μέσ. μέλλ. ἀλγυνοῦμαι (ἐπὶ παθητ. ἐννοίας) ὁ αὐτ. Ἀντ. 230, Εὐρ. Μήδ. 622: ἀόρ. ἠλγύνθην. - Τραγ. ῥῆμα ἐν χρήσει παρ’ Εὐπόλ. ἐν «Δήμοις» 2., Ξεν. Ἀπολ. 8. καὶ παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, = λυπῶ, θλίβω, τινά, Αἰσχύλ., κτλ.: - Παθ., αἰσθάνομαιὑποφέρω πόνον, θλίβομαι, λυποῦμαι διά τι, τινί, Σοφ. Ἀντ. 468, κτλ., ἐπί τινι, Εὐρ. Τρῳ. 172· τι, Σοφ. Φ. 1021: μετὰ μετοχ., εἰσιδοῦσά τ’ ἠλγύνθην κέαρ, Αἰσχύλ. Πρ. 245.

Greek Monolingual

ἀλγύνω (Α)
1. ενεργ. προξενώ σωματικό ή ψυχικό πόνο, στενοχωρώ, λυπώ, θλίβω
2. παθ. αισθάνομαι σωματικό ή ψυχικό πόνο, θλίβομαι, λυπούμαι, ταλαιπωρούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλγος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλγυνσις, ἀλγυντήρ.

Greek Monotonic

ἀλγύνω: [ῡ], Ιων. γʹ ενικ. παρατ. ἀλγύνεσκε· μέλ. -ῠνῶ, αόρ. αʹ ἤλγῡνα — Παθ., με Μέσ. μέλ. ἀλγυνοῦμαι (σε Παθ. σημασία), αόρ. αʹ ἠλγύνθην· (ἄλγοςπονώ, θλίβω, λυπώ, τινά, σε Αισχύλ. κ.λπ. — Παθ., θλίβομαι για κάτι, τινί, σε Σοφ.· ἐπί τινι, σε Ευρ.· τι, σε Σοφ.· με μτχ., εἰσιδοῦσα ἠλγύνθην, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ἄλγος [The future middle ἀλγυνοῦμαι is used in a passive sense.]
to pain, grieve, distress, τινά Aesch., etc.:—Pass. to be grieved at a thing, τινι Soph.; ἐπί τινι Eur.; τι Soph.: c. part., εἰσιδοῦσα ἠλγύνθην Aesch.