Anonymous

αἱμορροέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_2)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αἱμορροέω''': [[πάσχω]] ἐκ ῥοῆς αἵματος, Ἱππ. 129Η, 133Α, κτλ.: = ἔχω αἱμόρροιαν, Εὐαγ. κ. Ματθ. θ΄, 20.
|lstext='''αἱμορροέω''': [[πάσχω]] ἐκ ῥοῆς αἵματος, Ἱππ. 129Η, 133Α, κτλ.: = ἔχω αἱμόρροιαν, Εὐαγ. κ. Ματθ. θ΄, 20.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />avoir un flux de sang, une hémorrhagie.<br />'''Étymologie:''' [[αἱμόρροος]].
}}
}}