Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀλεύω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_20)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀλεύω''': σπανίως ἐν χρήσει παρὰ Τραγ. ἐν λυρ. χωρίοις ὡς τὸ ἐνεργητ. τοῦ ἀλεύομαι (ἴδε ἐν λέξ. [[ἀλέομαι]]), ἀπομακρύνω, ἀπωθῶ, Λατ. averruncor˙ συγκεκομ. προστ. [[ἄλευ]] ἀντὶ ἄλευε, Αἰσχύλ. Πρ. 568: μέλλ. ἀλεύσω, Σοφ. Ἀποσπ. 825: ἀόρ. προστ. ἄλευσον ἀνδρῶν ὕβριν, Αἰσχύλ. Ἱκ. 528˙ πρβλ. Θηβ. 141˙ ἰὼ θεοί... κακὸν ἀλεύσατε, [[αὐτόθι]] 87.
|lstext='''ἀλεύω''': σπανίως ἐν χρήσει παρὰ Τραγ. ἐν λυρ. χωρίοις ὡς τὸ ἐνεργητ. τοῦ ἀλεύομαι (ἴδε ἐν λέξ. [[ἀλέομαι]]), ἀπομακρύνω, ἀπωθῶ, Λατ. averruncor˙ συγκεκομ. προστ. [[ἄλευ]] ἀντὶ ἄλευε, Αἰσχύλ. Πρ. 568: μέλλ. ἀλεύσω, Σοφ. Ἀποσπ. 825: ἀόρ. προστ. ἄλευσον ἀνδρῶν ὕβριν, Αἰσχύλ. Ἱκ. 528˙ πρβλ. Θηβ. 141˙ ἰὼ θεοί... κακὸν ἀλεύσατε, [[αὐτόθι]] 87.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> [[ἤλευσα]];<br />repousser, éloigner, écarter.<br />'''Étymologie:''' p. *ἀλέϜω ; cf. [[ἀλέομαι]].
}}
}}