3,274,789
edits
(6_4) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀλλοῖος''': α, ον ([[ἄλλος]]), ἄλλου εἴδους, [[διάφορος]], ἐν συγκρίσει [[πρός]] τι [[ἄλλο]], Ἰλ. Δ. 258, Ὀδ. Π. 181, Πίνδ., κτλ.· [[ἄλλοτε]] [[ἀλλοῖος]], Πινδ. Ι. 4. 8 (3. 23), κτλ., ἀλλοῖόν τι, κατ’ εὐφημισμὸν ἀντὶ κακόν τι, [[κυρίως]] = [[ἄλλο]] τι ἢ καλόν, Ἡρόδ. 5. 4· εἴ τι γένοιτο ἀλλοῖον, Διογ. Λ. 4. 44· ἄν… [ὁ [[λόγος]]] ἀλλοιότερος φανῇ, Δημ. 1442. 11, πρβλ. [[ἕτερος]]: ― [[ἕνεκα]] τῆς συγκριτικῆς [[αὐτοῦ]] δυνάμεως δύναται [[ἐνίοτε]] νὰ ἀκολουθῆται ὑπὸ τοῦ ἤ…, Ἡρόδ. 2. 35, Πλάτ. Ἀπολλ. 20C, κτλ. ἢ ὑπὸ γεν., ὁ αὐτ. Νόμ. 836Β: ― ἀλλ’ ἐν πραγματικῷ συγκριτ. τύπῳ ἀλλοιότερος ἀπαντᾷ ἐν Ἡροδ. 7. 212, Θουκ. 4. 106. Δημ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀριστ. περὶ Οὐρ. 1. 10, 9· ― μεταγενέστ. ἀλλοιέστερος, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Β. 190, Εὐστ. 2) [[ἁπλῶς]] = [[διάφορος]] τὸ [[εἶδος]], Πινδ. Π. 3. 90, 187. ΙΙ. Ἐπίρρ. -ως, ἄλλως, κατ’ ἄλλον τρόπον, Πλάτ. Λυσ. 212· Συγκρ. -ότερον, Ξεν. Ἀπομ. 4. 8, 2: οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., [[διαφόρως]], κατ’ ἄλλον τρόπον, Ἐμπεδ. παρ’ Ἀριστ. Μεταφ. 3, 5. 11. | |lstext='''ἀλλοῖος''': α, ον ([[ἄλλος]]), ἄλλου εἴδους, [[διάφορος]], ἐν συγκρίσει [[πρός]] τι [[ἄλλο]], Ἰλ. Δ. 258, Ὀδ. Π. 181, Πίνδ., κτλ.· [[ἄλλοτε]] [[ἀλλοῖος]], Πινδ. Ι. 4. 8 (3. 23), κτλ., ἀλλοῖόν τι, κατ’ εὐφημισμὸν ἀντὶ κακόν τι, [[κυρίως]] = [[ἄλλο]] τι ἢ καλόν, Ἡρόδ. 5. 4· εἴ τι γένοιτο ἀλλοῖον, Διογ. Λ. 4. 44· ἄν… [ὁ [[λόγος]]] ἀλλοιότερος φανῇ, Δημ. 1442. 11, πρβλ. [[ἕτερος]]: ― [[ἕνεκα]] τῆς συγκριτικῆς [[αὐτοῦ]] δυνάμεως δύναται [[ἐνίοτε]] νὰ ἀκολουθῆται ὑπὸ τοῦ ἤ…, Ἡρόδ. 2. 35, Πλάτ. Ἀπολλ. 20C, κτλ. ἢ ὑπὸ γεν., ὁ αὐτ. Νόμ. 836Β: ― ἀλλ’ ἐν πραγματικῷ συγκριτ. τύπῳ ἀλλοιότερος ἀπαντᾷ ἐν Ἡροδ. 7. 212, Θουκ. 4. 106. Δημ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀριστ. περὶ Οὐρ. 1. 10, 9· ― μεταγενέστ. ἀλλοιέστερος, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Β. 190, Εὐστ. 2) [[ἁπλῶς]] = [[διάφορος]] τὸ [[εἶδος]], Πινδ. Π. 3. 90, 187. ΙΙ. Ἐπίρρ. -ως, ἄλλως, κατ’ ἄλλον τρόπον, Πλάτ. Λυσ. 212· Συγκρ. -ότερον, Ξεν. Ἀπομ. 4. 8, 2: οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., [[διαφόρως]], κατ’ ἄλλον τρόπον, Ἐμπεδ. παρ’ Ἀριστ. Μεταφ. 3, 5. 11. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> différent, de nature autre ; [[ἀλλοῖος]] ἤ autre que ; [[ἄλλοτε]] [[ἀλλοῖος]] tantôt d’une façon, tantôt d’une autre;<br /><b>2</b> autre (que ce qu’il faudrait), <i>càd</i> malheureux, mauvais, pire, fâcheux.<br />'''Étymologie:''' [[ἄλλος]]. | |||
}} | }} |