Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀλοάω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀλοάω''': Ἀττ., Ἐπ. [[ἀλοιάω]], Θεόκρ. 10. 48: Ἐπ. παρατ. ἀλοία, Ἰλ.: μέλλ. -ήσω, Ἑβδ.: ἀόρ. ἠλόησα, Ἀριστοφ. Βάτρ. 149, ἀλλὰ μετ. ἀλοάσας [ᾱσ] Φερεκρ. ἐν «Ἰπνῷ» 3. Ἐπ. ἠλοίησα, [ἀπ-] Ἰλ., (συν-) Θεόκρ.: ― Παθ. μέλλ. -ηθήσομαι, Ἑβδ.: ἀόρ. ἠλοήθην, Πολύβ. 10. 12, 9. Πλούτ., ἀλλὰ μετοχ. ἀλοᾱθείς, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 4. 6, 5: πρκμ. ἠλόημαι, [[αὐτόθι]] 4. 12, 9. (Κῶδ. Οὐρβ.): πρβλ. ἀπ-, κατ-, συναλοάω. ― Εὕρηται [[ὡσαύτως]] ποιητ. ἀόρ. μετοχ. ἀλοίσας (ὡς εἰ ἐκ ῥήματος [[ἀλοίω]]), Ἐπίγραμμ. παρὰ Διογ. Λ. 7. 31, καὶ ἤλοισε προὐτάθη ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 21˙ πρβλ. [[καταλοάω]] (ἴδε ἐν λέξ. [[ἀλέω]]). Ἁλωνίζω, [[ἁλωνοτριβέω]], Πλάτ. Θεαγ. 124Α, Ξεν. Οἰκ. 18. 2. 2) [[ἁλωνίζω]], πλήττω, γαῖαν... χερσὶν ἀλοία, Ἰλ. Ι. 568, πρβλ. Ἐπίγραμμ., ἔνθ’ ἀνωτ. ― πλήττω, [[ῥαβδίζω]], Σοφ. Ἀποσπ. 21, Ἀριστοφ. Βάτρ. 149, Θεσμ. 2. ΙΙ. «[[ἔξωθεν]] ἐν κύκλῳ [[περιάγω]]», ὡς οἱ βόες [[ὅταν]] ἁλωνίζωσι τὸν σῖτον, ἴδε Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 2.
|lstext='''ἀλοάω''': Ἀττ., Ἐπ. [[ἀλοιάω]], Θεόκρ. 10. 48: Ἐπ. παρατ. ἀλοία, Ἰλ.: μέλλ. -ήσω, Ἑβδ.: ἀόρ. ἠλόησα, Ἀριστοφ. Βάτρ. 149, ἀλλὰ μετ. ἀλοάσας [ᾱσ] Φερεκρ. ἐν «Ἰπνῷ» 3. Ἐπ. ἠλοίησα, [ἀπ-] Ἰλ., (συν-) Θεόκρ.: ― Παθ. μέλλ. -ηθήσομαι, Ἑβδ.: ἀόρ. ἠλοήθην, Πολύβ. 10. 12, 9. Πλούτ., ἀλλὰ μετοχ. ἀλοᾱθείς, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 4. 6, 5: πρκμ. ἠλόημαι, [[αὐτόθι]] 4. 12, 9. (Κῶδ. Οὐρβ.): πρβλ. ἀπ-, κατ-, συναλοάω. ― Εὕρηται [[ὡσαύτως]] ποιητ. ἀόρ. μετοχ. ἀλοίσας (ὡς εἰ ἐκ ῥήματος [[ἀλοίω]]), Ἐπίγραμμ. παρὰ Διογ. Λ. 7. 31, καὶ ἤλοισε προὐτάθη ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 21˙ πρβλ. [[καταλοάω]] (ἴδε ἐν λέξ. [[ἀλέω]]). Ἁλωνίζω, [[ἁλωνοτριβέω]], Πλάτ. Θεαγ. 124Α, Ξεν. Οἰκ. 18. 2. 2) [[ἁλωνίζω]], πλήττω, γαῖαν... χερσὶν ἀλοία, Ἰλ. Ι. 568, πρβλ. Ἐπίγραμμ., ἔνθ’ ἀνωτ. ― πλήττω, [[ῥαβδίζω]], Σοφ. Ἀποσπ. 21, Ἀριστοφ. Βάτρ. 149, Θεσμ. 2. ΙΙ. «[[ἔξωθεν]] ἐν κύκλῳ [[περιάγω]]», ὡς οἱ βόες [[ὅταν]] ἁλωνίζωσι τὸν σῖτον, ἴδε Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 2.
}}
{{bailly
|btext=-οῶ;<br /><i>f.</i> ἀλοήσω, <i>ao.</i> [[ἠλόησα]], <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. f.</i> ἀλοηθήσομαι, <i>ao.</i> ἠλοήθην, <i>pf.</i> [[ἠλόημαι]];<br /><b>1</b> battre en grange, battre le grain;<br /><b>2</b> battre à coups redoublés, battre ; abîmer, meurtrir.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἀλέω]], [[ἄλευρον]].
}}
}}