Anonymous

ἀμαιμάκετος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_10)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμαιμάκετος''': -η, -ον, [[ὡσαύτως]], ος, ον, Ἡσ.: - [[ἀκατάσχετος]], [[φοβερός]], [[χαλεπός]], [[ἄμαχος]], [[ἀκαταγώνιστος]], ἀρχαία Ἐπ. [[λέξις]], ἐν χρήσει καὶ παρὰ λυρ. ποιηταῖς: περὶ τῆς χιμαίρας, Ἰλ. Ζ. 179, Π. 329· περὶ τοῦ πυρὸς τὸ ὁποῖον αὕτη ἐξερεύγεται, Ἡσ. Θ. 319· περὶ τοῦ πυρὸς ἐν γένει, Σοφ. Ο. Τ. 177· περὶ τῆς θαλάσσης, Ἡσ. Ἀσπ. 207, Πινδ. Π. 1. 28· ἐπὶ ἰσχυροῦ, ἀκαταβλήτου ἱστοῦ, Ὀδ, Ξ. 311· ἐπὶ τῆς τριαίνης, Πινδ. Ι. 8 (7). 74: ἀμ. [[μένος]], [[κινηθμός]], ὁ αὐτ. Π. 3. 58., 4. 370· ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Σοφ. Ο. Κ. 127· ἀμ. βυθοῖς, εἰς ἀκαταμέτρητα βάθη, Συλλ. Ἐπιγρ. 434· (πιθ. ἐκ τοῦ [[ἄμαχος]], [[ἀμάχετος]], διά τινος ἀναδιπλασιασμοῦ· πρβλ. [[ἀταρτηρός]]).
|lstext='''ἀμαιμάκετος''': -η, -ον, [[ὡσαύτως]], ος, ον, Ἡσ.: - [[ἀκατάσχετος]], [[φοβερός]], [[χαλεπός]], [[ἄμαχος]], [[ἀκαταγώνιστος]], ἀρχαία Ἐπ. [[λέξις]], ἐν χρήσει καὶ παρὰ λυρ. ποιηταῖς: περὶ τῆς χιμαίρας, Ἰλ. Ζ. 179, Π. 329· περὶ τοῦ πυρὸς τὸ ὁποῖον αὕτη ἐξερεύγεται, Ἡσ. Θ. 319· περὶ τοῦ πυρὸς ἐν γένει, Σοφ. Ο. Τ. 177· περὶ τῆς θαλάσσης, Ἡσ. Ἀσπ. 207, Πινδ. Π. 1. 28· ἐπὶ ἰσχυροῦ, ἀκαταβλήτου ἱστοῦ, Ὀδ, Ξ. 311· ἐπὶ τῆς τριαίνης, Πινδ. Ι. 8 (7). 74: ἀμ. [[μένος]], [[κινηθμός]], ὁ αὐτ. Π. 3. 58., 4. 370· ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Σοφ. Ο. Κ. 127· ἀμ. βυθοῖς, εἰς ἀκαταμέτρητα βάθη, Συλλ. Ἐπιγρ. 434· (πιθ. ἐκ τοῦ [[ἄμαχος]], [[ἀμάχετος]], διά τινος ἀναδιπλασιασμοῦ· πρβλ. [[ἀταρτηρός]]).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> invincible, irrésistible ; redoutable;<br /><b>2</b> fort, solide.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[μαιμάσσω]].
}}
}}