Anonymous

ἀλεγίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_6)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀλεγίζω''': Ἐπ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατατ.: ([[ἀλέγω]]). Μεριμνῶ, [[φροντίζω]] [[περί]] τινος, ἐπιμελοῦμαι, δίδω προσοχήν, παρ’ Ὁμήρ. (μόνον ἐν Ἰλ.) [[πάντοτε]] μετ’ ἀρνήσ.: - μ. γεν., τῶν [[οὔτι]] μετατρέπῃ οὐδ’ ἀλεγίζεις, Ἰλ. Α. 160, καὶ ἀλλ., τῶν μὲν ἄρ’ ἀλέγιζε [[πατήρ]], Λ. 80· πρβλ. Ἡσ. Θ. 171· ἀπολ., ὁ δ’ ἀφήμενος οὐκ ἀλεγίζει οὐδ’ ὄθεται, Ἰλ. Ο. 106· παρὰ μεταγεν. Ἐπ. μ. αἰτ., ἐγὼ δέ μιν οὐκ [[ἀλεγίζω]], Κόϊντ. Σμ. 2. 428· σπαν. [[ἄνευ]] ἀρνήσ. ὃς [[τρία]] μὲν τίκτει, δύο ἐκλέπει, ἓν δ’ ἀλεγίζει, Μουσαῖ, παρ’ Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 6, 1· ἡρώων ἀλεγ., Συλλ. Ἐπιγρ., 6280. 42. - Παθ. οὐκ ἀλεγιζόμενος, Ἀνθ. Π. 5. 18.
|lstext='''ἀλεγίζω''': Ἐπ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατατ.: ([[ἀλέγω]]). Μεριμνῶ, [[φροντίζω]] [[περί]] τινος, ἐπιμελοῦμαι, δίδω προσοχήν, παρ’ Ὁμήρ. (μόνον ἐν Ἰλ.) [[πάντοτε]] μετ’ ἀρνήσ.: - μ. γεν., τῶν [[οὔτι]] μετατρέπῃ οὐδ’ ἀλεγίζεις, Ἰλ. Α. 160, καὶ ἀλλ., τῶν μὲν ἄρ’ ἀλέγιζε [[πατήρ]], Λ. 80· πρβλ. Ἡσ. Θ. 171· ἀπολ., ὁ δ’ ἀφήμενος οὐκ ἀλεγίζει οὐδ’ ὄθεται, Ἰλ. Ο. 106· παρὰ μεταγεν. Ἐπ. μ. αἰτ., ἐγὼ δέ μιν οὐκ [[ἀλεγίζω]], Κόϊντ. Σμ. 2. 428· σπαν. [[ἄνευ]] ἀρνήσ. ὃς [[τρία]] μὲν τίκτει, δύο ἐκλέπει, ἓν δ’ ἀλεγίζει, Μουσαῖ, παρ’ Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 6, 1· ἡρώων ἀλεγ., Συλλ. Ἐπιγρ., 6280. 42. - Παθ. οὐκ ἀλεγιζόμενος, Ἀνθ. Π. 5. 18.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf;<br />d’ord. avec une nég.</i> [[οὐκ]] ἀλεγίζειν ne pas s’inquiéter de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀλέγω]].
}}
}}