ἀλεγίζω

From LSJ

μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλεγίζω Medium diacritics: ἀλεγίζω Low diacritics: αλεγίζω Capitals: ΑΛΕΓΙΖΩ
Transliteration A: alegízō Transliteration B: alegizō Transliteration C: alegizo Beta Code: a)legi/zw

English (LSJ)

Ep. Verb, used only in pres. and impf.: (ἀλέγω):—trouble oneself about a thing, care for, mind, heed, in Hom. (only in Il.) always with neg., c. gen., τῶν οὔτι μετατρέπῃ οὐδ' ἀλεγίζεις Il.1.160, al.; τῶν μὲν ἄρ' οὐκ ἀλέγιζε πατήρ 11.80, cf. Hes. Th.171: abs., ὁ δ' ἀφήμενος οὐκ ἀλεγίζει οὐδ' ὄθεται Il.15.106; in late Ep. c. acc., ἐγὼ δέ μιν οὐκ ἀλεγίζω Q.S.2.428; rare without neg., ὃς τρία μὲν τίκτει, δύο δ' ἐκλέπει, ἓν δ' ἀλεγίζει Musae.Fr.3 D.; ἡρώων ἀ. IG14.1389 i 42:—Pass., οὐκ ἀλεγιζόμενος f.l. in AP5.17 (Rufin.).—Poet. word, found in Aret. CA1.4.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [ᾰ-]
cuidarse, preocuparse gener. en or. neg. y c. gen. τῶν οὔτι μετατρέπῃ οὐδ' ἀλεγίζεις Il.1.160, τῶν μὲν ἄρ' οὐκ ἀλέγιζε πατήρ Il.11.80, ἐπεὶ πατρός γε δυσωνύμου οὐκ ἀλεγίζω Hes.Th.171, σέθεν δ' ἐγὼ οὐκ ἀλεγίζω Il.1.180, οὐδὲ πατὴρ ὀλίγον περ ἑῆς ἀλέγιζε θυγατρός A.R.1.813, ἐλέφας μυὸς οὐκ ἀλεγίζει Greg.Cypr.1.2.48
sin neg. ἡρώων ἀλεγίζειν Marc.Sid. en IUrb.Rom.1155.42, σῆς σταφυλῆς ἀλέγιζε Nonn.D.44.219, συζυγίης Nonn.D.24.319, ῥοθίων Musae.248
c. ac. Ζηνὸς θέμιν A.R.3.193, ἐγὼ δέ μιν οὐκ ἀλεγίζω Q.S.2.428, sin neg., Musae.B 3
abs. ὁ δ' ἀφήμενος οὐκ ἀλεγίζει οὔδ' ὄθεται Il.15.106
med. c. dat. preocuparse de δώροις ἐκ σπατάλης οὐκ ἀλεγιζόμενον AP 5.18 (Rufin.).

German (Pape)

[Seite 91] poet., = ἀλέγω, sich um etwas kümmern, nur praes. u. impft., Hom. sechsmal, stets mit der Negation οὐ, absolut Iliad. 15, 106 ὁ δ' ἀφήμενος οὐκ ἀλεγίζει οὐδ' ὄθεται; mit gen. Iliad. 1, 180 σέθεν δ' ἐγὼ οὐκ ἀλεγίζω, οὐδ' ὄθομαι κοτέοντος, 8, 477 σέθεν δ' ἐγὼ οὐκ ἀλεγίζω χωομένης, 12, 238 τῶν οὐ τι μετατρέπομ' οὐδ' ἀλεγίζω, 1, 160 τῶν οὔ τι μετατρέπῃ οὐδ' ἀλεγίζεις, 11, 80 τῶν μὲν ἄρ' οὐκ ἀλέγιζε πατήρ; die letzte Stelle, die einzige, in welcher das Wort nicht praes. ist und nicht den Vers schließt, ist von Aristarch, Aristophanes Bizz. und Zenodot als unächt bezeichnet, s. Scholl. Aristonic. u. Didym.; – Hes. Th. 171; Ap. Rh. 1, 14, ohne Negation 3, 193; Nonn. D. 10, 55; mit accus. Mus. frg. bei Arist. H. A. 6, 6; Qu. Sm. 2, 428; Nonn. 10, 295 folgt εἰ.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf;
d'ord. avec une nég.
οὐκ ἀλεγίζειν ne pas s'inquiéter de, gén..
Étymologie: ἀλέγω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀλεγίζω ἀλέγω zich bekommeren om, met gen.; ook met acc.: ἓν δ’ ἀλεγίζει en hij (de adelaar) bekommert zich om één (jong) Plut. Mar. 36.10 (dichtercitaat).

Russian (Dvoretsky)

ἀλεγίζω: (преимущ. с отриц.) заботиться, окружать заботами или вниманием (τι Arst.): οὐκ ἀ. τινός Hom., Anth. не обратить внимания на кого(что)-л., пренебречь кем(чем)-л.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλεγίζω: Ἐπ. ῥῆμα ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατατ.: (ἀλέγω). Μεριμνῶ, φροντίζω περί τινος, ἐπιμελοῦμαι, δίδω προσοχήν, παρ’ Ὁμήρ. (μόνον ἐν Ἰλ.) πάντοτε μετ’ ἀρνήσ.: - μ. γεν., τῶν οὔτι μετατρέπῃ οὐδ’ ἀλεγίζεις, Ἰλ. Α. 160, καὶ ἀλλ., τῶν μὲν ἄρ’ ἀλέγιζε πατήρ, Λ. 80· πρβλ. Ἡσ. Θ. 171· ἀπολ., ὁ δ’ ἀφήμενος οὐκ ἀλεγίζει οὐδ’ ὄθεται, Ἰλ. Ο. 106· παρὰ μεταγεν. Ἐπ. μ. αἰτ., ἐγὼ δέ μιν οὐκ ἀλεγίζω, Κόϊντ. Σμ. 2. 428· σπαν. ἄνευ ἀρνήσ. ὃς τρία μὲν τίκτει, δύο ἐκλέπει, ἓν δ’ ἀλεγίζει, Μουσαῖ, παρ’ Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 6, 1· ἡρώων ἀλεγ., Συλλ. Ἐπιγρ., 6280. 42. - Παθ. οὐκ ἀλεγιζόμενος, Ἀνθ. Π. 5. 18.

English (Autenrieth)

(ἀλέγω), only pr. and ipf. without augment: care for, heed, τινός. Always with neg.; abs. οὐκ ἀλεγίζει | οὐδ' ὄθεται, Il. 15.106.

Greek Monolingual

ἀλεγίζω (Α) ἀλέγω
(επικό ρήμα που χρησιμοποιείται μόνο στον ενεστώτα και παρατατικό) μεριμνώ, φροντίζω, δίνω σημασία, λογαριάζω.

Greek Monotonic

ἀλεγίζω: Επικ. ρήμα, μόνο σε ενεστ. και παρατ., (ἀλέγω), μεριμνώ για κάτι, φροντίζω για, σε Όμηρ. πάντα με άρνηση, με γεν. πράγμ., τῶν μὲν ἄρ' οὐκ ἀλέγιζε πατήρ, σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., προσέχω, μεριμνώ, φροντίζω, στο ίδ.

Middle Liddell

ἀλέγω [epic Verb, only in pres. and imperf.]
to trouble oneself about a thing, to care for, in Hom. always with negat., c. gen. rei, τῶν μὲν ἄρ' οὐκ ἀλέγιζε πατήρ Il.: absol. to take heed, Il.