Anonymous

ἀλέγω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_6)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀλέγω''': Ἐπ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει μόνον παρὰ Πινδάρῳ καὶ [[ἅπαξ]] παρ’ Αἰσχύλ. (λυρ.): μόνον κατ’ ἐνεστῶτα, ἀπασχολοῦμαι, μεριμνῶ, [[φροντίζω]], ἐπιμελοῦμαι, [[μάλιστα]] μετ’ ἀρνήσ. 1) ἀπολ., οὐκ ἀλ., δέν μοι [[μέλει]], δὲν [[φροντίζω]], Λατ. megligo, Ἰλ. Λ. 389, Ὀδ. Ρ. 390· κύνες οὐκ ἀλέγουσαι, ἀφρόντιδες, ἀναιδεῖς, αὐθάδεις, Ὀδ. Τ. 154, ἀλλ’ [[ἄνευ]] ἀρνήσ., Λιταί ... ἀλέγουσι κιοῦσαι, περιπατοῦσι [[μετὰ]] πολλῆς προσοχῆς, Ἰλ. Ι. 504. ΙΙ. [[μετὰ]] πτώσεως, 1) μ. γεν., [[φροντίζω]] [[περί]] τινος, οὐδ’ [[ἀλλήλων]] ἀλέγουσιν, Ὀδ. Ι. 115· οὐ γὰρ Κύκλωπες Διὸς ... ἀλέγουσιν, [[αὐτόθι]] 275, πρβλ. Σιμων. 37. 10· βωμῶν ἀλέγοντες οὐδέν, Αἰσχύλ. Ἱκ. 752· [[ἄνευ]] ἀρνήσ., ψυχῆς ἀλ. ὕπερ, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 634· πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 6280. 65. 2) σπαν. μ. αἰτ., [[προσέχω]], ἐκτιμῶ, [[σέβομαι]], θεῶν ὄπιν οὐκ ἀλέγοντες, Ἰλ. Π. 388, Ἡσ. Ἔργα καὶ Ἡμ. 251. - [[ἄνευ]] ἀρνήσ., [[νηῶν]] ὅπλα ... ἀλέγουσιν, λαμβάνουσι φροντίδα, φροντίζουσι [[περί]], Ὀδ. Ζ. 268· πρβλ. Πινδ. Ο. 11 (10). 15, Ι. 8 (7). 103. ΙΙΙ. Παθ. ἀλέγεσθαι ἔν τισι, καταριθμεῖσθαι [[μεταξύ]], Πινδ. Ο. 2. 142. (κοινῶς παράγεται ἐκ τοῦ α ἀθροιστ., [[λέγω]] = συναριθμῶ· καὶ ὁ Πίνδαρ. ἐν τοῖς τελευταίοις χωρίοις φαίνεται ὅτι ἔχει λάβῃ τὴν λέξιν ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας, [[ἐντεῦθεν]] [[ἀλεγίζω]], [[ἀλεγύνω]]: ἡ [[σχέσις]] πρὸς τὸ ἀλεγεινὸς καὶ ἀλγεινὸς [[εἶναι]] πλέον ἢ [[ἀμφίβολος]])
|lstext='''ἀλέγω''': Ἐπ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει μόνον παρὰ Πινδάρῳ καὶ [[ἅπαξ]] παρ’ Αἰσχύλ. (λυρ.): μόνον κατ’ ἐνεστῶτα, ἀπασχολοῦμαι, μεριμνῶ, [[φροντίζω]], ἐπιμελοῦμαι, [[μάλιστα]] μετ’ ἀρνήσ. 1) ἀπολ., οὐκ ἀλ., δέν μοι [[μέλει]], δὲν [[φροντίζω]], Λατ. megligo, Ἰλ. Λ. 389, Ὀδ. Ρ. 390· κύνες οὐκ ἀλέγουσαι, ἀφρόντιδες, ἀναιδεῖς, αὐθάδεις, Ὀδ. Τ. 154, ἀλλ’ [[ἄνευ]] ἀρνήσ., Λιταί ... ἀλέγουσι κιοῦσαι, περιπατοῦσι [[μετὰ]] πολλῆς προσοχῆς, Ἰλ. Ι. 504. ΙΙ. [[μετὰ]] πτώσεως, 1) μ. γεν., [[φροντίζω]] [[περί]] τινος, οὐδ’ [[ἀλλήλων]] ἀλέγουσιν, Ὀδ. Ι. 115· οὐ γὰρ Κύκλωπες Διὸς ... ἀλέγουσιν, [[αὐτόθι]] 275, πρβλ. Σιμων. 37. 10· βωμῶν ἀλέγοντες οὐδέν, Αἰσχύλ. Ἱκ. 752· [[ἄνευ]] ἀρνήσ., ψυχῆς ἀλ. ὕπερ, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 634· πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 6280. 65. 2) σπαν. μ. αἰτ., [[προσέχω]], ἐκτιμῶ, [[σέβομαι]], θεῶν ὄπιν οὐκ ἀλέγοντες, Ἰλ. Π. 388, Ἡσ. Ἔργα καὶ Ἡμ. 251. - [[ἄνευ]] ἀρνήσ., [[νηῶν]] ὅπλα ... ἀλέγουσιν, λαμβάνουσι φροντίδα, φροντίζουσι [[περί]], Ὀδ. Ζ. 268· πρβλ. Πινδ. Ο. 11 (10). 15, Ι. 8 (7). 103. ΙΙΙ. Παθ. ἀλέγεσθαι ἔν τισι, καταριθμεῖσθαι [[μεταξύ]], Πινδ. Ο. 2. 142. (κοινῶς παράγεται ἐκ τοῦ α ἀθροιστ., [[λέγω]] = συναριθμῶ· καὶ ὁ Πίνδαρ. ἐν τοῖς τελευταίοις χωρίοις φαίνεται ὅτι ἔχει λάβῃ τὴν λέξιν ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας, [[ἐντεῦθεν]] [[ἀλεγίζω]], [[ἀλεγύνω]]: ἡ [[σχέσις]] πρὸς τὸ ἀλεγεινὸς καὶ ἀλγεινὸς [[εἶναι]] πλέον ἢ [[ἀμφίβολος]])
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br />s’inquiéter, se préoccuper, prendre soin de, <i>gén., rar. acc.</i> ; [[οὐκ]] ἀ. OD être indifférent.<br />'''Étymologie:''' ἀ- prosth., [[λέγω]]³.
}}
}}