ἀλέγω
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
English (LSJ)
Ep. and Lyr., once in A. (lyr.), only pres.,
A have a care, mind, heed, usually neg.:
1 abs., οὐκ ἀλέγω = have no care, Il.11.389, Od. 17.390; κύνες οὐκ ἀλέγουσαι Od.19.154: without neg., Λιταὶ ἀλέγουσι κιοῦσαι walk with good heed, Il.9.504.
II with a case,
1 c. gen., heed, care for, οὐδ' ἀλλήλων ἀλέγουσιν Od.9.115; οὐ γὰρ Κύκλωπες Διὸς . . ἀλέγουσιν ib.275, cf. Simon.37.10; βωμῶν ἀλέγοντες οὐδέν A.Supp.752; μακάρων οὐκ ἀλέγοντα θεῶν Call.Aet.3.1.65: without neg., ψυχῆς ἀ. ὕπερ A.R.2.634.
2 less freq. c. acc., regard, respect, θεῶν ὄπιν οὐκ ἀλέγοντες Il.16.388, Hes.Op.251; οἰωνούς A.R. 1.145: without neg., νηῶν ὅπλα . . ἀλέγουσιν take care of, Od.6.268, cf. Pi.O.11 (10).15, I.8(7).51.
III count among, Λύκαισον ἐν καμοῦσιν Alcm.32, cf. Pi.O.2.78 (Pass.); ἐν ἀθανάτοις ἀ. IG14.1389 ii6. (Commonly deriv. from ἀ- copul., λέγω, count with, cf. III.)
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾰ-]
I sent. relig.
1 preocuparse, respetar, sentir respeto religioso c. ac. θεῶν ὄπιν οὐκ ἀλέγοντες Il.16.388, Hes.Op.251, ἄχναν ... κύματος οὐκ ἀλέγεις, οὐδ' ἀνέμου φθόγγον Simon.38.15, οἰωνούς A.R.1.145
•c. gen. οὐ γὰρ Κύκλωπες Διὸς ... ἀλέγουσιν Od.9.275, θεῶν Xenomedes 1, βωμῶν ἀλέγοντες οὐδέν A.Supp.752, θανάτοιο Nonn.D.15.336.
2 abs. obrar conforme a las leyes divinas, cuidarse de obras piadosas Λιταὶ ... μετόπισθ' Ἄτης ἀλέγουσι κιοῦσαι las Plegarias ... van tras Ate y cumplen una labor piadosa, Il.9.504
•c. neg. no tener respeto alguno, humano o divino, no tener vergüenza ἠδ' ὅτις οὐκ ἀλέγει Od.16.307, κύνας οὐκ ἀλεγούσας perras desvergonzadas ref. a las esclavas de Odiseo Od.19.154.
3 sin valor relig. ocuparse, prestar atención, cuidar, honrar c. ac. νηῶν ὅπλα ... ἀλέγουσιν Od.6.268, Ζεφυρίων Λοκρῶν γενεὰν ἀλέγων Pi.O.11.15, γάμον Θέτιος Pi.I.8.46a, τὸν μανθάνοντ' ἀλέγοντες Arist.APr.50a2
•c. gen. y prep. ἑῆς ψυχῆς ἀλέγων ὕπερ preocupándote de tu propia vida A.R.2.634
•c. neg. y gen. no importarle a uno, no preocuparle οὐδ' ἀλλήλων ἀλέγουσι Od.9.115, ο῎υ σευ ... ἀλέγω Il.8.483, παρθενίης Musae.155, abs. οὐκ ἀλέγω Il.11.389, Od.17.390, Theoc.15.95.
II contar, contar entre, estimar c. ἐν y dat. οὐκ ἐγὼν Λύκαισον ἐν καμοῦσιν ἀλέγω Alcm.1.2, en v. pas. Πηλεύς τε καὶ Κάδμος ἐν τοῖσιν ἀλέγονται Pi.O.2.78, τόφρα κε καὶ Τριόπειαι ἐν ἀθανάτοις ἀλέγησθον para que también entre los inmortales se os tenga por diosas Triopeas Marc.Sid. en IUrb.Rom.1155.65.
• Etimología: De *H2elg- presente en ἄλγος y derivados, y c. otro vocalismo *H2leg- en ἀλέγω y derivados, cf. ἄλγος.
German (Pape)
[Seite 91] (ἀ copulat. u. λέγω) nur praes. u. impf., eigtl. hinzuzählen, ἔν τισιν ἀλέγεσθαι Pind. Ol. 2, 86, Schol. συγκαταλέγονται; gew. von Hom. an bei Dichtern: sorgsam sein, Od. 9, 115 οὐδ' ἀλλήλων ἀλέγουσιν, sie bekümmern sich nicht um einander, 9, 275 οὐ γὰρ Κύκλωπες Διὸς ἀλέγουσιν οὐδὲ θεῶν, 20, 214 οὐδέ τι παιδὸς ἐνὶ μεγάροις ἀλέγουσιν; – Iliad. 8, 483 οὐ σεῦ ἔγωγε σκυζομένης ἀλέγω; – Iliad. 16. 888 θεῶν ὄπιν οὐκ ἀλέγοντες; – absolut οὐκ ἀλέγω Iliad. 11, 389, ὅ τις οὐκ ἀλέγει Od. 1 6, 307, ἔγωγε οὐκ ἀλέγω Od. 17, 390, δμωάς, κύνας οὐκ ἀλεγούσας 19, 154; – ohne Negation Iliad. 9, 504 λιταί, αἵῥά τε καὶ μετόπισθ' ἄτης ἀλέγουσι κιοῦσαι; – Od. 6, 268 ἔνθα δὲ νηῶν ὅπλα μελαινάων ἀλέγουσιν; – Hes. O. 249; Pind. I. 7, 46 Ol. 10, 15; Aeschyl. Suppl. 733; Call. Dian. 30; Theocr. 26, 27; 15, 95 μὴ ἀπομάξῃς; Apoll. Rh. 2, 634 ὑπέρ τινος.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
s'inquiéter, se préoccuper, prendre soin de, gén., rar. acc. ; οὐκ ἀ. OD être indifférent.
Étymologie: ἀ- prosth., λέγω³.
Russian (Dvoretsky)
ἀλέγω:
1 (преимущ. с отриц.) заботиться, быть озабоченным (τινός, реже τι Hom., Pind.): οὐκ ἀ. Hom., Hes., Aesch. не заботиться о ком(чем)-л., не обращать внимания на кого(что)-л., пренебрегать кем(чем)-л.;
2 причислять: ἔν τισιν ἀλέγεσθαι Pind. быть причисляемым к кому-л.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλέγω: Ἐπ. ῥῆμα ἐν χρήσει μόνον παρὰ Πινδάρῳ καὶ ἅπαξ παρ’ Αἰσχύλ. (λυρ.): μόνον κατ’ ἐνεστῶτα, ἀπασχολοῦμαι, μεριμνῶ, φροντίζω, ἐπιμελοῦμαι, μάλιστα μετ’ ἀρνήσ. 1) ἀπολ., οὐκ ἀλ., δέν μοι μέλει, δὲν φροντίζω, Λατ. megligo, Ἰλ. Λ. 389, Ὀδ. Ρ. 390· κύνες οὐκ ἀλέγουσαι, ἀφρόντιδες, ἀναιδεῖς, αὐθάδεις, Ὀδ. Τ. 154, ἀλλ’ ἄνευ ἀρνήσ., Λιταί ... ἀλέγουσι κιοῦσαι, περιπατοῦσι μετὰ πολλῆς προσοχῆς, Ἰλ. Ι. 504. ΙΙ. μετὰ πτώσεως, 1) μ. γεν., φροντίζω περί τινος, οὐδ’ ἀλλήλων ἀλέγουσιν, Ὀδ. Ι. 115· οὐ γὰρ Κύκλωπες Διὸς ... ἀλέγουσιν, αὐτόθι 275, πρβλ. Σιμων. 37. 10· βωμῶν ἀλέγοντες οὐδέν, Αἰσχύλ. Ἱκ. 752· ἄνευ ἀρνήσ., ψυχῆς ἀλ. ὕπερ, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 634· πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 6280. 65. 2) σπαν. μ. αἰτ., προσέχω, ἐκτιμῶ, σέβομαι, θεῶν ὄπιν οὐκ ἀλέγοντες, Ἰλ. Π. 388, Ἡσ. Ἔργα καὶ Ἡμ. 251. - ἄνευ ἀρνήσ., νηῶν ὅπλα ... ἀλέγουσιν, λαμβάνουσι φροντίδα, φροντίζουσι περί, Ὀδ. Ζ. 268· πρβλ. Πινδ. Ο. 11 (10). 15, Ι. 8 (7). 103. ΙΙΙ. Παθ. ἀλέγεσθαι ἔν τισι, καταριθμεῖσθαι μεταξύ, Πινδ. Ο. 2. 142. (κοινῶς παράγεται ἐκ τοῦ α ἀθροιστ., λέγω = συναριθμῶ· καὶ ὁ Πίνδαρ. ἐν τοῖς τελευταίοις χωρίοις φαίνεται ὅτι ἔχει λάβῃ τὴν λέξιν ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας, ἐντεῦθεν ἀλεγίζω, ἀλεγύνω: ἡ σχέσις πρὸς τὸ ἀλεγεινὸς καὶ ἀλγεινὸς εἶναι πλέον ἢ ἀμφίβολος)
English (Autenrieth)
only pres.: care, care for, be concerned, τινός (acc. Il. 16.388); ἀλέγουσι κιοῦσαι, ‘are troubled’ as they go, Il. 9.504; usually w. neg., abs. κύνες οὐκ ἀλέγουσαι, careless (good-for-nothing) hussies, Od. 19.154. In Od. 6.268 equiv. to ἀλεγύνω.
English (Slater)
ᾰλέγω
1 heed
a consider, reckon pass. Πηλεύς τε καὶ Κάδμος ἐν τοῖσιν ἀλέγονται (O. 2.78)
b honour Ζεφυρίων Λοκρῶν γενεὰν ἀλέγων (O. 11.15) φαντὶ γὰρ ξύν' ἀλέγειν καὶ γάμον Θέτιος ἄνακτας (Hermann: συναλέγειν codd.) (I. 8.46)
Greek Monolingual
ἀλέγω (Α)
1. φροντίζω, μεριμνώ, απασχολούμαι, με μέλει για κάτι, νοιάζομαι για κάτι
2. προσέχω, εκτιμώ, σέβομαι
3. συγκαταλέγω, συμπεριλαμβάνω, λογαριάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητική κυρίως λέξη, που απαντά μόνο σε χρόνο ενεστώτα και χρησιμοποιείται συνήθως με άρνηση. Ετυμολογικά η λ. είναι αβέβαιης προελεύσεως. Η σύνδεσή της με τη λ. ἄλγος δημιουργεί πολλά προβλήματα (βλ. ἄλγος). Κατ’ άλλους η λ. είναι σύνθετη με β΄ συνθετικό το ρήμα λέγω «απαριθμώ, διεξέρχομαι, υπολογίζω» — ά συνθ. της λ. είναι η μηδενισμένη βαθμίδα του προθήματος εν-, Η β΄ ερμηνεία μειονεκτεί κατά το ότι η μηδενισμένη βαθμίδα του προθήματος εν-στην Ελληνική είναι σπάνιο φαινόμενο.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλεγίζω, ἀλεγύνω.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀνηλεγής, ἀπηλεγής, ἐπηλεγής, δυσηλεγής.
Greek Monotonic
ἀλέγω: μόνο σε ενεστ.,
I. μεριμνώ, φροντίζω, κυρίως με άρνηση·
1. απόλ., οὐκ ἀλ., δεν με νοιάζει, δεν φροντίζω, Λατ. negligo, σε Όμηρ.· κύνες οὐκ ἀλέγουσαι, αδιάφοροι, άμυαλοι, παράτολμοι, απερίσκεπτοι σκύλοι, σε Ομήρ. Οδ.· χωρίς άρνηση, ἀλέγουσι κιοῦσαι, περπατούν με πολλή προσοχή.
II. με πτώση,
1. με γεν., φροντίζω για, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.
2. με αιτ., προσέχω, εκτιμώ, σέβομαι, σε Ομήρ. Ιλ.· χωρίς άρνηση, ὅπλαἀλέγουσιν, φροντίζουν για, σε Ομήρ. Οδ. (πιθ. από τη √ΛΕΓ = LIG, σε Λατ. re-ligio, α ευφωνικό).
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: have care, mind, heed (Il.).
Other forms: pres. only; mostly with negation.
Compounds: δυσ-ηλεγής orig. who does not care, pityless, sec. associated with ἄλγος (Hom.); ἀν-ηλεγής id (Q. S.), to be read for Hom. τανηλεγής (Bechtel Herm. 39, 155f., Leumann Hom. Wörter 45; cf. ἀνηλεγές· ἀφρόντιστον; prob. for older *νηλεγης < *n̥-h₂leg-.
Origin: IE [Indo-European] [00] *h₂leg- care, mind
Etymology: No etym., but the structure of the word suggests IE origin, as indicated. Identity with ἄλγος is semant. improbable. De Lamberterie (EG 2, 150) defends the connection with λέγω; unacceptable since the laryngeal theory.
Middle Liddell
[Prob. from Root !λεγ, = LIG in Lat. religio, α being euphonic.] only in pres.]
I. to trouble oneself, have a care, mostly with negat.:
1. absol., οὐκ ἀλ. to have no care, heed not, Lat. negligo, Hom.; κύνες οὐκ ἀλέγουσαι careless, reckless dogs, Od.; without negat., ἀλέγουσι κιοῦσαι are heedful in their course.
II. with a case,
1. c. gen. to care for, Od., Aesch.
2. c. acc. to heed, regard, respect, Il.:—without a negat., ὅπλα ἀλέγουσιν take care of, Od.
Frisk Etymology German
ἀλέγω: {alégō}
Forms: nur Präs., gew. mit Negation,
Grammar: v.
Meaning: ‘auf etwas achten, sich um etwas kümmern’ (ep. lyr.).
Derivative: Erweiterungen: ἀλεγίζω und ἀλεγύνω, beide nur Präs. und Impf., vgl. Schwyzer 736, bzw. Risch 253. — Von ἀλέγω das Hinterglied -ηλεγής (kompositionelle Dehnung) in den Syntheta δυσηλεγής schmerzvoll (ep.) und ἀνηλεγής der sich um nichts kümmert, rücksichtslos (Q. S.), wahrscheinlich auch bei Homer für τανηλεγής einzusetzen (Bechtel Herm. 39, 155f., Leumann Hom. Wörter 45, der mir die semantischen Schwierigkeiten zu überschätzen scheint). Ein Substantiv *ἄλεγος anzusetzen, ist jedenfalls nicht notwendig, denn auch das Adj. ἀλεγεινός läßt sich anders, und zwar als eine Umbildung von ἀλγεινός nach ἀλέγω erklären.
Etymology: ἀλέγω, eig. Schmerz, Leid über etwas empfinden und ἄλγος Schmerz, Leid, Kummer sind wegen der übereinstimmenden Bedeutung zusammenzuhalten unter der Annahme eines Ablautwechsels ἀλεγ- ~ ἀλγ- (vgl. ἀλέξω: ἀλκή). Dabei ist die ohnehin anfechtbare Zerlegung in ἀ- (Schwundstufe von ἐν-) und λέγω (Hermann IF 35, 171) aufzugeben. Weitere Beziehungen sind ganz unsicher, vgl. WP. 1, 160; 2, 423.
Page 1,66-67
Mantoulidis Etymological
(=φροντίζω, βασανίζω). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως ἀπό τό α ἀθροιστ. ἤ προθεμ. + λέγω. Ἀπό τό ἀλέγω παράγεται τό ἄλγος καί τά παράγωγά του, καθώς καί οἱ λέξεις ἀλεγύνω, ἀλεγεινός.