Anonymous

ἀμφίθηκτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμφίθηκτος''': -ον, ὁ τεθηγμένος, ἠκονημένος [[ἑκατέρωθεν]], δίστομος, [[ξίφος]] Σοφ. Ἀντ. 1309: - [[οὕτως]], ἀμφιθηγής, ές, [[σάγαρις]] Ἀνθ. Π. 6. 94.
|lstext='''ἀμφίθηκτος''': -ον, ὁ τεθηγμένος, ἠκονημένος [[ἑκατέρωθεν]], δίστομος, [[ξίφος]] Σοφ. Ἀντ. 1309: - [[οὕτως]], ἀμφιθηγής, ές, [[σάγαρις]] Ἀνθ. Π. 6. 94.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aiguisé des deux côtés.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[θήγω]].
}}
}}