Anonymous

ἀμφινοέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμφινοέω''': ἀπορῶ ἂν πρέπει νὰ πιστεύσω τι, ἐξίσταμαι, εἶμαι ἐν ἀμφιβολίᾳ, ἐς [[δαιμόνιον]] [[τέρας]] ἀμφινοῶ τόδε. πῶς εἰδὼς ἀντιλογήσω...; Σοφ. Ἀντ. 376.
|lstext='''ἀμφινοέω''': ἀπορῶ ἂν πρέπει νὰ πιστεύσω τι, ἐξίσταμαι, εἶμαι ἐν ἀμφιβολίᾳ, ἐς [[δαιμόνιον]] [[τέρας]] ἀμφινοῶ τόδε. πῶς εἰδὼς ἀντιλογήσω...; Σοφ. Ἀντ. 376.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />être dans le doute, [[εἴς]] [[τι]] sur qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[νοέω]].
}}
}}