ἀμφινοέω

From LSJ

Γῆ πάντα τίκτει καὶ πάλιν κομίζεται → Tellus ut edit, ita resorbet omnia → Die Erde alles gebiert und wieder in sich birgt

Menander, Monostichoi, 89
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφινοέω Medium diacritics: ἀμφινοέω Low diacritics: αμφινοέω Capitals: ΑΜΦΙΝΟΕΩ
Transliteration A: amphinoéō Transliteration B: amphinoeō Transliteration C: amfinoeo Beta Code: a)mfinoe/w

English (LSJ)

think both ways, be in doubt, ἀμφινοῶ τόδε, πῶς εἰδὼς ἀντιλογήσω S.Ant.376.

Spanish (DGE)

estar en suspenso, dudar ἐς δαιμόνιον τέρας ἀμφινοῶ τόδε ante este prodigio divino mi mente queda perpleja S.Ant.376.

German (Pape)

[Seite 141] von zwei Seiten überlegen, zweifelhaft sein, εἰς δαιμόνιον τέρας, über das Wunderzeichen, Soph. Ant. 372.

French (Bailly abrégé)

ἀμφινοῶ :
être dans le doute, εἴς τι sur qch.
Étymologie: ἀμφί, νοέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφινοέω: сомневаться, колебаться: ἀ. ἔς τι Soph. быть в недоумении относительно чего-л.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφινοέω: ἀπορῶ ἂν πρέπει νὰ πιστεύσω τι, ἐξίσταμαι, εἶμαι ἐν ἀμφιβολίᾳ, ἐς δαιμόνιον τέρας ἀμφινοῶ τόδε. πῶς εἰδὼς ἀντιλογήσω...; Σοφ. Ἀντ. 376.

Greek Monotonic

ἀμφινοέω: μέλ. -ήσω, σκέφτομαι με δύο τρόπους, βρίσκομαι σε διχογνωμία, σε αμφιβολία, σε Σοφ.

Middle Liddell

to think both ways, be in doubt, Soph.