Anonymous

ἀμφιτρέχω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_2)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμφιτρέχω''': [[περιτρέχω]], [[περιβάλλω]], αὐλὴν [[ἕρκος]] ἀμφιδέδρομεν Ἀρχίλ. 37· [[σέλας]] δ’ ἀμφέδραμεν Πινδ. Π. 3. 69· θείη δ’ ἀμφιδέδρομεν [[χάρις]] Σιμων. Ἰαμβ. 6. 89.
|lstext='''ἀμφιτρέχω''': [[περιτρέχω]], [[περιβάλλω]], αὐλὴν [[ἕρκος]] ἀμφιδέδρομεν Ἀρχίλ. 37· [[σέλας]] δ’ ἀμφέδραμεν Πινδ. Π. 3. 69· θείη δ’ ἀμφιδέδρομεν [[χάρις]] Σιμων. Ἰαμβ. 6. 89.
}}
{{bailly
|btext=courir autour.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[τρέχω]].
}}
}}