ἀμφιτρέχω

From LSJ

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιτρέχω Medium diacritics: ἀμφιτρέχω Low diacritics: αμφιτρέχω Capitals: ΑΜΦΙΤΡΕΧΩ
Transliteration A: amphitréchō Transliteration B: amphitrechō Transliteration C: amfitrecho Beta Code: a)mfitre/xw

English (LSJ)

run round, surround, αὐλὴν ἕρκος ἀμφιδέδρομεν Archil. 40; σέλας δ' ἀμφέδραμεν Pi.P.3.39; θείη δ' ἀμφιδέδρομεν χάρις Semon. 7.89.

Spanish (DGE)

rodear τοῖον γὰρ αὐλὴν ἕρκος ἀμφιδέδρομεν Archil.114, θείη δ' ἀμφιδέδρομεν χάρις Semon.8.89, σέλας δ' ἀμφέδραμεν λάβρον Ἁφαίστου Pi.P.3.39.

German (Pape)

[Seite 145] (s. τρέχω), umlaufen, umgeben, σέλας ἀμφέδραμε Pind. P. 3, 39; perf. αὐλὴν ἕρκος ἀμφιδέδρομε Archil. 16; Simonid. 11.

French (Bailly abrégé)

courir autour.
Étymologie: ἀμφί, τρέχω.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφιτρέχω: обегать: ἀ. τι Pind. бегать вокруг чего-л.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιτρέχω: περιτρέχω, περιβάλλω, αὐλὴν ἕρκος ἀμφιδέδρομεν Ἀρχίλ. 37· σέλας δ’ ἀμφέδραμεν Πινδ. Π. 3. 69· θείη δ’ ἀμφιδέδρομεν χάρις Σιμων. Ἰαμβ. 6. 89.

English (Slater)

ἀμφιτρέχω run round σέλας δ' ἀμφέδραμεν λάβρον Ἁφαίστου (P. 3.39)

Greek Monolingual

ἀμφιτρέχω (Α)
τρέχω ολόγυρα, περιτρέχω, περικυκλώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + τρέχω.

Greek Monotonic

ἀμφιτρέχω: μέλ. -δρᾰμοῦμαι, περιτρέχω, περιβάλλω, σε Πίνδ.

Middle Liddell

to run round, surround, Pind.