Anonymous

ἀτέκμαρτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀτέκμαρτος''': -ον, ὁ μὴ [[τεκμαρτός]], ὃν δὲν δύναταί τις ἐξ εἰκασίας νὰ κατανοήσῃ, [[ἀνείκαστος]], ἀνυπολόγιστος, [[ἀπροσδιόριστος]], [[ἀβέβαιος]], [[ἄδηλος]], [[ἀσαφής]], [[χρηστήριον]] Ἡρόδ. 5. 92. 3· [[μοῖρα]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 910· ἀτέκμαρτον προνοῆσαι, [[ἄνευ]] τεκμηρίου ἐξ οὗ νὰ κρίνῃ τις περὶ [[αὐτοῦ]], Πινδ. Π. 10, 98· ἀτ. [[δέος]] Θουκ. 4. 63, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 638Α: - Ἐπίρρ. ἀτεκμάρτως ἔχειν ὅτου ἕνεκά ἐστι Ἀπομν. 1. 4, 4: οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ. ἀσαφῶς, σκοτεινῶς, Πινδ. Ο. 7. 83. 2) ἐπὶ προσώπων, [[ἀβέβαιος]], [[ἀσταθής]], [[ἀτέκμαρτος]], οὐδὲν οὐδέποτ ἐν ταὐτῷ μένων Ἀριστοφ. Ὄρν. 170. ΙΙ. [[ἀπεριόριστος]], [[ἀτελεύτητος]], [[ὕδωρ]] Ὀρφ. Ἀργ. 1150· μεταφ. γαστὴρ Ὀππ. Ἁλ. 2. 206.
|lstext='''ἀτέκμαρτος''': -ον, ὁ μὴ [[τεκμαρτός]], ὃν δὲν δύναταί τις ἐξ εἰκασίας νὰ κατανοήσῃ, [[ἀνείκαστος]], ἀνυπολόγιστος, [[ἀπροσδιόριστος]], [[ἀβέβαιος]], [[ἄδηλος]], [[ἀσαφής]], [[χρηστήριον]] Ἡρόδ. 5. 92. 3· [[μοῖρα]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 910· ἀτέκμαρτον προνοῆσαι, [[ἄνευ]] τεκμηρίου ἐξ οὗ νὰ κρίνῃ τις περὶ [[αὐτοῦ]], Πινδ. Π. 10, 98· ἀτ. [[δέος]] Θουκ. 4. 63, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 638Α: - Ἐπίρρ. ἀτεκμάρτως ἔχειν ὅτου ἕνεκά ἐστι Ἀπομν. 1. 4, 4: οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ. ἀσαφῶς, σκοτεινῶς, Πινδ. Ο. 7. 83. 2) ἐπὶ προσώπων, [[ἀβέβαιος]], [[ἀσταθής]], [[ἀτέκμαρτος]], οὐδὲν οὐδέποτ ἐν ταὐτῷ μένων Ἀριστοφ. Ὄρν. 170. ΙΙ. [[ἀπεριόριστος]], [[ἀτελεύτητος]], [[ὕδωρ]] Ὀρφ. Ἀργ. 1150· μεταφ. γαστὴρ Ὀππ. Ἁλ. 2. 206.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qu’on ne peut deviner <i>ou</i> conjecturer (oracle, sort, <i>etc.</i>) ; sur quoi l’on ne peut raisonner : [[δέος]] ἀτέκμαρτον THC crainte vague dont on ne peut démêler les motifs;<br /><b>2</b> incertain, sans limite, sans bornes, infini.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[τεκμαίρω]].
}}
}}