ἀτέκμαρτος

From LSJ

τὸ ἔθνος τὸ ἐπὶ τῆς γῆς λιθοβολήσουσιν αὐτὸν ἐν λίθοις → the people of the land shall stone them to death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτέκμαρτος Medium diacritics: ἀτέκμαρτος Low diacritics: ατέκμαρτος Capitals: ΑΤΕΚΜΑΡΤΟΣ
Transliteration A: atékmartos Transliteration B: atekmartos Transliteration C: atekmartos Beta Code: a)te/kmartos

English (LSJ)

ἀτέκμαρτον,
A without distinctive mark, obscure, baffling, χρηστήριον Hdt.5.92.γ; μοῖρα A.Pers.910 (Sup.); ἐρημία trackless, Plu.Luc. 14; ἀτέκμαρτον προνοῆσαι without mark whereby to judge it, Pi.P. 10.63; ἀτέκμαρτον δέος Th.4.63, cf. Pl.Lg.638a. Adv. ἀτεκμάρτως, ἔχειν ὅτου ἕνεκά ἐστι X.Mem.1.4.4: neuter plural as adverb, bafflingly, Pi.O.7.45.
2 of persons, uncertain, inconsistent, Ar.Av.170.
II boundless, unlimited, ὕδωρ Orph.A.1150: metaph., γαστήρ dub. in Opp.H.2.206.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que no da indicios o no se puede interpretar, incierto, oscuro μοῖρα A.Pers.910, χρηστήριον Hdt.5.92γ, τύχη D.H.6.21, τὰ δημιουργούμενα Ph.1.47, νίκη Nonn.D.37.440, τῶν ἀτεκμάρτων τε καὶ οὐ συμβλητῶν Ael.NA 6.60, ἐν τούτοις γὰρ οὐδὲν ἀτέκμαρτον Plu.2.399a, cf. 580f, οὐδέν ἐστι γνωστόν, ἀλλὰ πάντα ἀτέκμαρτα Arr.Epict.2.20.4, como pred. c. suj. inf. τὰ δ' εἰς ἐνιαυτὸν ἀτέκμαρτον προνοῆσαι Pi.P.10.63
difícil de explicar φυγαὶ καὶ διώξεις ἀτέκμαρτοι Pl.Lg.638a, δέος Th.4.63
irreconocible πρόσωπον Nonn.D.5.396
que no deja huellas πέδιλον Nonn.D.7.313
neutr. subst. incertidumbre τὸ γὰρ ἀ. ἐν τῇσι καθάρσεσι Hp.Ep.16, τὸ ἀστάθμητον καὶ ἀ. τῶν ἐκδ[ε] χομένων με χρόνων la inestabilidad e incertidumbre de los tiempos que me esperan, Erot.Fr.Pap.Nin.A 105
neutr. plu. como adv. imprevisiblemente ἐπὶ μὰν βαίνει τι καὶ λάθας ἀτέκμαρτα νέφος Pi.O.7.45.
2 inconstante ἄνθρωπος ... ἀτέκμαρτος, οὐδὲν οὐδέποτ' ἐν ταὐτῷ μένων (c. juego de palabras entre el hombre y el ave cuyo vuelo no permite hacer conjeturas), Ar.Au.170.
II que no tiene límites, ilimitado γαστὴρ ἀ. apetito desmesurado Opp.H.2.206, ἐρημία Plu.Luc.14, ὕδωρ Ὠκεανοῦ Orph.A.1150, θάλασσα Nonn.D.13.537.
III adv. ἀτεκμάρτως = sin indicios τῶν δὲ ἀτεκμάρτως ἐχόντων ὅτου ἕνεκα ἔστι X.Mem.1.4.4, cf. Plu.2.399a, Nonn.D.37.440.

German (Pape)

[Seite 384] 1) nicht zu bezeichnen, nicht zu errathen, χρηστήριον, dunkel, Her. 5, 92, 3; καὶ ἄδηλος Ael. bei Suid.; καὶ ἀσύμβλητα H. A. 6, 60; sich durch kein Metkmal ankündigend, ἀτέκμαρτον προνοῆσαι Pind. P. 10, 63; dgl. Ol. 7, 45; μοῖρα ἀτεκμαρτοτάτη, gar nicht vorauszusehen, Aesch. Pers. 874; nicht zu berechnen, δέος (es ist ungewiß, ob sie sich als gegründet oder als unnöthig zeigen wird), Thuc. 4, 63; ἄνθρωπος, unbeständig, Ar. Av. 170; φυγαί, nicht zu beurteilen, Plat. Legg. I, 638 a; ἀτεκμάρτως ἔχειν, sich nicht bestimmt angeben lassen, Xen. Mem. 1, 4, 4. – 2) unbegränzt, Orph. Arg. 1150; ἄεθλοι, γαστήρ, Opp. H. 1, 35. 2, 206.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qu'on ne peut deviner ou conjecturer (oracle, sort, etc.) ; sur quoi l'on ne peut raisonner : δέος ἀτέκμαρτον THC crainte vague dont on ne peut démêler les motifs;
2 incertain, sans limite, sans bornes, infini.
Étymologie: , τεκμαίρω.

Russian (Dvoretsky)

ἀτέκμαρτος:
1 неопределенный, неуловимый, неясный, непонятный (χρηστήριον Her.; δέος Thuc.; ὄρνις Arph.; φωνή Plut.);
2 неведомый, непостижимый, неисповедимый (μοῖρα Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀτέκμαρτος: -ον, ὁ μὴ τεκμαρτός, ὃν δὲν δύναταί τις ἐξ εἰκασίας νὰ κατανοήσῃ, ἀνείκαστος, ἀνυπολόγιστος, ἀπροσδιόριστος, ἀβέβαιος, ἄδηλος, ἀσαφής, χρηστήριον Ἡρόδ. 5. 92. 3· μοῖρα Αἰσχύλ. Πέρσ. 910· ἀτέκμαρτον προνοῆσαι, ἄνευ τεκμηρίου ἐξ οὗ νὰ κρίνῃ τις περὶ αὐτοῦ, Πινδ. Π. 10, 98· ἀτ. δέος Θουκ. 4. 63, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 638Α: - Ἐπίρρ. ἀτεκμάρτως ἔχειν ὅτου ἕνεκά ἐστι Ἀπομν. 1. 4, 4: οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ. ἀσαφῶς, σκοτεινῶς, Πινδ. Ο. 7. 83. 2) ἐπὶ προσώπων, ἀβέβαιος, ἀσταθής, ἀτέκμαρτος, οὐδὲν οὐδέποτ ἐν ταὐτῷ μένων Ἀριστοφ. Ὄρν. 170. ΙΙ. ἀπεριόριστος, ἀτελεύτητος, ὕδωρ Ὀρφ. Ἀργ. 1150· μεταφ. γαστὴρ Ὀππ. Ἁλ. 2. 206.

English (Slater)

ᾰτέκμαρτος obscure, unpredictable τὰ δ' εἰς ἐνιαυτὸν ἀτέκμαρτον προνοῆσαι pr. (P. 10.63) n. pl. pro adv., ἐπὶ μὰν βαίνει τι καὶ λάθας ἀτέκμαρτα νέφος (Er. Schmid: ἀτέκμαρτον codd.) (O. 7.45)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀτέκμαρτος, -ον)
αυτός που δεν τεκμαίρεται, που δεν είναι δυνατόν να υπολογιστεί
αρχ.
1. (για πρόσωπα) αβέβαιος, ασταθής
2. απεριόριστος, άπειρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + τεκμαίρομαι < τέκμαρ, το «όριο, τέρμα, ορισμένο σημείο»].

Greek Monotonic

ἀτέκμαρτος: -ον (τεκμαίρομαι
1. ανυπολόγιστος, απροσδιόριστος, άδηλος, παραπλανητικός, σε Ηρόδ., Θουκ.· επίρρ., ἀτεκμάρτως ἔχειν, βρίσκομαι στο σκοτάδι σχετικά με κάτι, σε Ξεν.
2. λέγεται για πρόσωπα, αβέβαιος, ασταθής, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

τεκμαίρομαι
1. not to be guessed, obscure, baffling, Hdt., Thuc.:—adv., ἀτεκμάρτως ἔχειν to be in the dark about a thing, Xen.
2. of persons, uncertain, inconsistent, Ar.

English (Woodhouse)

dark, vague, hard to fathom, hard to understand, not to be discovered

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=ἀπροσδιόριστος, ἀβέβαιος). Ἀπό τό α στερητ. + τεκμαίρομαι (=συμπεραίνω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή λέξη τεκμήριον.