ἀμφιγνοέω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_20)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμφιγνοέω''': παρατ. ἠμφεγνόουν Πλάτ., Ξεν.: μέλλ. -ήσω Συνέσ. ΙΒ: ἀόρ. ἠμφεγνόησα Πλάτ. Πολιτικ. 291Β, Σοφ. 228Ε· περὶ τῆς διπλῆς αὐξ. ὅρα Βουττμ. Δ. Γραμμ. § 86. 6: (ἴδε ἐν λέξ. [[γιγνώσκω]]). Εἶμαι ἐν ἀμφιβολίᾳ, [[ἀμφιβάλλω]] [[περί]] τινος πράγματος, δὲν [[γνωρίζω]] ἢ δὲν ἐννοῶ αὐτό, εὑρίσκομαι ἐν ἀμφιβολίᾳ περὶ [[αὐτοῦ]]· τι Πλάτ. Σοφ. 228Ε· [[περί]] τινος Ἰσοκρ. 20C· ἐπί τινος Πλάτ. Γοργ. 466C· ἠμφεγνόουν ὅ,τι ἐποίουν, δὲν ἐγνώριζον τί ἔπραττον, Ξεν. Ἀν. 2. 5, 33· οὐ [[δήπου]] σ’ ἐγὼ γεγονότα συστρατιώτην ἐμὸν ἀμφιγνοῶ, δὲν σφάλλομαι νομίζων ὅτι ὑπῆρξας [[συστρατιώτης]] μου, Πλουτ. Πομπ. 79. ― Παθ., ἀμφιγνοηθείς, μὴ γνωσθείς, [[ἄγνωστος]] τυγχάνων, Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 26.
|lstext='''ἀμφιγνοέω''': παρατ. ἠμφεγνόουν Πλάτ., Ξεν.: μέλλ. -ήσω Συνέσ. ΙΒ: ἀόρ. ἠμφεγνόησα Πλάτ. Πολιτικ. 291Β, Σοφ. 228Ε· περὶ τῆς διπλῆς αὐξ. ὅρα Βουττμ. Δ. Γραμμ. § 86. 6: (ἴδε ἐν λέξ. [[γιγνώσκω]]). Εἶμαι ἐν ἀμφιβολίᾳ, [[ἀμφιβάλλω]] [[περί]] τινος πράγματος, δὲν [[γνωρίζω]] ἢ δὲν ἐννοῶ αὐτό, εὑρίσκομαι ἐν ἀμφιβολίᾳ περὶ [[αὐτοῦ]]· τι Πλάτ. Σοφ. 228Ε· [[περί]] τινος Ἰσοκρ. 20C· ἐπί τινος Πλάτ. Γοργ. 466C· ἠμφεγνόουν ὅ,τι ἐποίουν, δὲν ἐγνώριζον τί ἔπραττον, Ξεν. Ἀν. 2. 5, 33· οὐ [[δήπου]] σ’ ἐγὼ γεγονότα συστρατιώτην ἐμὸν ἀμφιγνοῶ, δὲν σφάλλομαι νομίζων ὅτι ὑπῆρξας [[συστρατιώτης]] μου, Πλουτ. Πομπ. 79. ― Παθ., ἀμφιγνοηθείς, μὴ γνωσθείς, [[ἄγνωστος]] τυγχάνων, Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 26.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> ἀμφεγνόουν, <i>f.</i> ἀμφιγνοήσω, <i>ao.</i> ἀμφεγνόησα, <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> être incertain, irrésolu;<br /><b>2</b> ne pas savoir exactement, méconnaître, se méprendre.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[γιγνώσκω]].
}}
}}