3,254,070
edits
(6_5) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναθεμᾰτίζω''': ἀφιερῶ τι ὡς [[ἀνάθημα]], Ἑβδ. (Ἀριθμ. κα΄, 2, 3,) 2) [[ἀναθεματίζω]], [[παραδίδω]] εἰς τὸ [[ἀνάθεμα]], Ἑβδ. (Ἰησ. Ναυ. ϛ΄, 20, Μακκ. Α. ε΄ , 5.) «ἀναθέματι ἀναθετιεῖται αὐτήν», Δευτ. ιγ΄, 15· - ἀλλ’: «ἀναθέματι ἀναθεματίσαμεν ἑαυτούς», συνεδέθημεν δι’ ἀναθεματισμῶν, συνωμόσαμεν διὰ φοβερῶν ὄρκων καὶ ἀρῶν νὰ πράξωμέν τι, Πράξ. Ἀποστ. κγ΄, 14: - Παθ., εἶμαι ἀφιερωμένος, «πᾶν ἀνατεθεματισμένον ἐν υἱοῖς Ἰσραὴλ σοὶ ἔσται», Ἑβδ. (Ἀριθ. ιη΄, 14). 3) [[ἀποχωρίζω]] τῆς κοινωνίας, [[ἀφορίζω]], Συλλ. Ἐπιγρ. 8953, -55, -59, καὶ ἀλλ. ΙΙ. ἀμετ., καταρῶμαι, βλασφημῶ, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιδ΄, 71. | |lstext='''ἀναθεμᾰτίζω''': ἀφιερῶ τι ὡς [[ἀνάθημα]], Ἑβδ. (Ἀριθμ. κα΄, 2, 3,) 2) [[ἀναθεματίζω]], [[παραδίδω]] εἰς τὸ [[ἀνάθεμα]], Ἑβδ. (Ἰησ. Ναυ. ϛ΄, 20, Μακκ. Α. ε΄ , 5.) «ἀναθέματι ἀναθετιεῖται αὐτήν», Δευτ. ιγ΄, 15· - ἀλλ’: «ἀναθέματι ἀναθεματίσαμεν ἑαυτούς», συνεδέθημεν δι’ ἀναθεματισμῶν, συνωμόσαμεν διὰ φοβερῶν ὄρκων καὶ ἀρῶν νὰ πράξωμέν τι, Πράξ. Ἀποστ. κγ΄, 14: - Παθ., εἶμαι ἀφιερωμένος, «πᾶν ἀνατεθεματισμένον ἐν υἱοῖς Ἰσραὴλ σοὶ ἔσται», Ἑβδ. (Ἀριθ. ιη΄, 14). 3) [[ἀποχωρίζω]] τῆς κοινωνίας, [[ἀφορίζω]], Συλλ. Ἐπιγρ. 8953, -55, -59, καὶ ἀλλ. ΙΙ. ἀμετ., καταρῶμαι, βλασφημῶ, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιδ΄, 71. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=maudire NT ; <i>Pass.</i> être maudit NT ; <i>abs.</i> prononcer une malédiction NT.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνάθεμα]]. | |||
}} | }} |