Anonymous

ἀνάκλισις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_8)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνάκλῐσις''': -εως, ἡ, τὸ ἀνακλίνεσθαι, ἐξάπλωμα, «πλάγ~ιασμα», Ἱππ. Κωακ. 197, Ἀριστ. Κατηγ. 7. 3. ΙΙ. ἐρεισίνωτον, [[βάθρον]] ἀνάκλισιν ἔχον Συλλ. Ἐπιγρ. 2139· πρβλ. Hell. J. 12. σ. 232, 233.
|lstext='''ἀνάκλῐσις''': -εως, ἡ, τὸ ἀνακλίνεσθαι, ἐξάπλωμα, «πλάγ~ιασμα», Ἱππ. Κωακ. 197, Ἀριστ. Κατηγ. 7. 3. ΙΙ. ἐρεισίνωτον, [[βάθρον]] ἀνάκλισιν ἔχον Συλλ. Ἐπιγρ. 2139· πρβλ. Hell. J. 12. σ. 232, 233.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action de se dresser sur une couche ; réveil.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνακλίνω]].
}}
}}