3,277,243
edits
(6_13a) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνακύπτω''': μέλλ. -κύψομαι Ἀριστοφ. Ὄρν. 146· -ψω Λουκ. Ἐνάλ, Διάλ. 3. 1: ἀόρ. ἀνέκυψα Ἡρόδ. 5. 91, Ἀττ.: πρκμ. ἀνακέκῡφα Εὐρ. Κύκλ. 212, Ξεν. Αἴρω τὴν κεφαλήν, Ἡρόδ. 5. 91· ἀνακεκυφώς, ἔχων τὴν κεφαλὴν ἐπηρμένην, ἐπὶ ἵππου. Ξεν. Ἱππ. 7, 10· κἀγκύψας ἔχε, καὶ μένε ἔχων τὴν κεφαλὴν ὑψωμένην (ἀντὶ τοῦ καὶ ἀνακύψας) Ἀριστοφ. Θεσμ. 236· ἐν ὀροφῇ ποικίλματα θεώμενος ἀνακύπτων, κλίνων τὴν κεφαλὴν πρὸς τὰ [[ὀπίσω]] καὶ βλέπων ἄνω, Πλάτ. Πολ. 529Β· ἰδίως κατὰ τὴν πόσιν, Ἀριστ. Ἱστορ. Ζ. 9. 7, 6. πρβλ. Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. [[ἀνέρχομαι]] ἐκ τοῦ ὕδατος, [[ἀναδύομαι]], Λατ. emergere, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1068· ἐκ τῆς θαλάσσης εἰς τὸν [[ἐνθάδε]] τόπον Πλάτ. Φαίδων 109D· ἀν. [[μέχρι]] τοῦ αὐχένος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ καταδῦναι, ὁ αὐτ. Θεαίτ. 171D πρβλ. Φαῖδρ. 249C. β) μεταφ., [[προκύπτω]], ὅτι ἐξ αὐτῶν καλόν τι ἀνακύψοι ὁ αὐτ. Εὐθύδ. 302Α· ἐπὶ προσ., [[ἐξέρχομαι]] δυσκόλου θέσεως, ἀπαλλάσσομαι δυσκολιῶν, [[ἀναπνέω]] [[πάλιν]], Ξεν. Οἰκ. 11. 5. | |lstext='''ἀνακύπτω''': μέλλ. -κύψομαι Ἀριστοφ. Ὄρν. 146· -ψω Λουκ. Ἐνάλ, Διάλ. 3. 1: ἀόρ. ἀνέκυψα Ἡρόδ. 5. 91, Ἀττ.: πρκμ. ἀνακέκῡφα Εὐρ. Κύκλ. 212, Ξεν. Αἴρω τὴν κεφαλήν, Ἡρόδ. 5. 91· ἀνακεκυφώς, ἔχων τὴν κεφαλὴν ἐπηρμένην, ἐπὶ ἵππου. Ξεν. Ἱππ. 7, 10· κἀγκύψας ἔχε, καὶ μένε ἔχων τὴν κεφαλὴν ὑψωμένην (ἀντὶ τοῦ καὶ ἀνακύψας) Ἀριστοφ. Θεσμ. 236· ἐν ὀροφῇ ποικίλματα θεώμενος ἀνακύπτων, κλίνων τὴν κεφαλὴν πρὸς τὰ [[ὀπίσω]] καὶ βλέπων ἄνω, Πλάτ. Πολ. 529Β· ἰδίως κατὰ τὴν πόσιν, Ἀριστ. Ἱστορ. Ζ. 9. 7, 6. πρβλ. Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. [[ἀνέρχομαι]] ἐκ τοῦ ὕδατος, [[ἀναδύομαι]], Λατ. emergere, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1068· ἐκ τῆς θαλάσσης εἰς τὸν [[ἐνθάδε]] τόπον Πλάτ. Φαίδων 109D· ἀν. [[μέχρι]] τοῦ αὐχένος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ καταδῦναι, ὁ αὐτ. Θεαίτ. 171D πρβλ. Φαῖδρ. 249C. β) μεταφ., [[προκύπτω]], ὅτι ἐξ αὐτῶν καλόν τι ἀνακύψοι ὁ αὐτ. Εὐθύδ. 302Α· ἐπὶ προσ., [[ἐξέρχομαι]] δυσκόλου θέσεως, ἀπαλλάσσομαι δυσκολιῶν, [[ἀναπνέω]] [[πάλιν]], Ξεν. Οἰκ. 11. 5. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>impf.</i> ἀνέκυπτον, <i>f.</i> ἀνακύψω, <i>ao.</i> ἀνέκυψα, <i>pf.</i> ἀνακέκυφα;<br /><b>1</b> lever la tête;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> lever la tête hors de l’eau ; émerger;<br /><b>3</b> <i>fig.</i> reprendre du souffle, se remettre d’un effort, d’une fatigue.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[κύπτω]]. | |||
}} | }} |