Anonymous

ἀμφέρχομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμφέρχομαι''': ἀποθ., [[ἐπέρχομαι]] [[πανταχόθεν]], παρ’ Ὁμ. μόνον κατ’ ἀόρ. β΄, μ. αἰτ., [[ὥστε]] με κουράων ἀμφήλυθε [[θῆλυς]] ἀϋτὴ Ὀδ. Ζ. 122· [[τότε]] με κνίσης ἀμφήλυθεν... ἀϋτμὴ Μ. 369.
|lstext='''ἀμφέρχομαι''': ἀποθ., [[ἐπέρχομαι]] [[πανταχόθεν]], παρ’ Ὁμ. μόνον κατ’ ἀόρ. β΄, μ. αἰτ., [[ὥστε]] με κουράων ἀμφήλυθε [[θῆλυς]] ἀϋτὴ Ὀδ. Ζ. 122· [[τότε]] με κνίσης ἀμφήλυθεν... ἀϋτμὴ Μ. 369.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. 3ᵉ sg. ao.2</i> [[ἀμφήλυθε]];<br />venir autour de ; s’approcher de.<br />'''Étymologie:''' ἀμφι, [[ἔρχομαι]].
}}
}}