ἀμφέρχομαι

From LSJ

Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten

Menander, Monostichoi, 95
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφέρχομαι Medium diacritics: ἀμφέρχομαι Low diacritics: αμφέρχομαι Capitals: ΑΜΦΕΡΧΟΜΑΙ
Transliteration A: amphérchomai Transliteration B: ampherchomai Transliteration C: amferchomai Beta Code: a)mfe/rxomai

English (LSJ)

A surround, Hom. only aor. 2, c. acc., με κουράων ἀμφήλυθε θῆλυς ἀϋτή Od.6.122; με κνίσης ἀμφήλυθεν ἡδὺς ἀϋτμή 12.369.
II intr., pass, elapse, of time, αἰ φωνίοι πεντεκαίδεκ' ἀμέρανς ἀμφεληλεύθεν (pf. inf.) ὁ ἄρχων τᾶς δίκας GDI4999 (Gortyn).

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. ind. ἀμφήλυθε Od.6.122, 12.369; perf. inf. ἀμπεληλεύθɛ̄ν ICr.4.42B.4 (Gortina V a.C.)]
1 rodear με κουράων ἀμφήλυθε θῆλυς ἀϋτή Od.6.122, με κνίσης ἀμφήλυθεν ἡδὺς ἀϋτμή Od.12.369.
2 intr. girar, pasar, transcurrir (el tiempo) πεντεκαίδεκ' ἀμέρανς ἀμπεληλεύθɛ̄ν ICr.l.c.

German (Pape)

[Seite 133] Hom. Od. 6, 122 ὥς τέ με κουράων ἀμφήλυθε θῆλυς ἀυτή, tönte zu mir, 12, 369 καὶ τότε με κνίσης ἀμφήλυθεν ἡδὺς ἀυτμή, umwehete mich.

French (Bailly abrégé)

seul. 3ᵉ sg. ao.2 ἀμφήλυθε;
venir autour de ; s'approcher de.
Étymologie: ἀμφι, ἔρχομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφέρχομαι: (только aor.) подходить отовсюду, т. е. окружать: κνίσης ἀϋτμὴ ἀμφήλυθέ με Hom. меня обдал запах жареного; ἀϋτὴ ἀμφήλυθέ με Hom. до меня донесся крик.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφέρχομαι: ἀποθ., ἐπέρχομαι πανταχόθεν, παρ’ Ὁμ. μόνον κατ’ ἀόρ. β΄, μ. αἰτ., ὥστε με κουράων ἀμφήλυθε θῆλυς ἀϋτὴ Ὀδ. Ζ. 122· τότε με κνίσης ἀμφήλυθεν... ἀϋτμὴ Μ. 369.

English (Autenrieth)

come about, ‘sound’ or ‘rise about,’ of sound or savor ‘stealing overone, ‘meeting the senses,’ only aor. ἀμφήλυθε, ζ 122, Od. 12.369. (Od.)

Greek Monolingual

ἀμφέρχομαι (Α)
(στον Όμηρο μόνο σε τύπο αορίστου β' ἀμφήλυθε) έρχομαι από ολόγυρα, περιτριγυρίζω, περιζώνω, περικυκλώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι)- + ἔρχομαι.

Greek Monotonic

ἀμφέρχομαι: αποθ. με αόρ. βʹ ἀμφ-ήλῠθον, περιτυλίγω κάποιον, περικυκλώνω, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

Dep. to come round one, surround, Od.