Anonymous

ἀνακεφαλαιόω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_20)
(Bailly1_1)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνακεφᾰλαιόω''': συγκεφαλαιῶ τὸ [[ἐπιχείρημα]], ἐπὶ ῥήτορος, Διον. Ἁλ. περὶ Λυσίου 9· [[οὕτως]] ἐν μέσ. φωνῇ, ἀν. πρὸς ἀνάμνησιν Ἀριστ. Ἀποσπ. 123. - Παθ., συγκεφαλαιοῦμαι, ἐν τῷ λόγῳ τούτῳ Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. ιγ΄, 9.
|lstext='''ἀνακεφᾰλαιόω''': συγκεφαλαιῶ τὸ [[ἐπιχείρημα]], ἐπὶ ῥήτορος, Διον. Ἁλ. περὶ Λυσίου 9· [[οὕτως]] ἐν μέσ. φωνῇ, ἀν. πρὸς ἀνάμνησιν Ἀριστ. Ἀποσπ. 123. - Παθ., συγκεφαλαιοῦμαι, ἐν τῷ λόγῳ τούτῳ Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. ιγ΄, 9.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> récapituler;<br /><b>2</b> prendre en bloc, rassembler NT;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀνακεφαλαιόομαι-οῦμαι récapituler.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[κεφαλαιόω]].
}}
}}