Anonymous

ἀνάξιος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνάξιος''': -ον, [[ὡσαύτως]], [[συχν]]. παρ’ Ἀττ. -α, ον. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, [[ἀνάξιος]], ὁ μὴ θεωρούμενος [[ἄξιος]], [[μετὰ]] γεν. ἀν. [[σφέων]] αὐτῶν [[ἑαυτοῦ]] Ἡρ. 1. 73, 114· ἀνάξιον σοῦ, ὑπέρτερον τῆς σῆς ἀξίας, ἀντιτίθεται δὲ τῷ [[κατάξιος]], ὡς: ἀνάξιον μὲν σοῦ, κατάξιον δ’ ἐμοῦ Σοφ. Φιλ. 1009· ἀν. ἐμοῦ, ἀνάρμοστα, Πλάτ. Ἀπολ. 38E, κτλ.: - [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀπαρ., ἀνάξιαι γὰρ πᾶσίν ἐστε δυστυχεῖν, κατὰ τὴν κρίσιν πάντων ἀναξίως (ἀδίκως) δυστυχεῖτε, Σοφ. Ο. Κ. 1446· [[νικᾶν]] Πλάτ. Πρωτ. 356A: - Ἐπίρρ., ἐφθάρησαν ἀναξίως, ἑωυτῶν Ἡρόδ. 7. 10, 5. 2) ἀπο., [[ἀνάξιος]], μὴ ἔχων ἀξίαν, εἰς οὐδὲν [[χρήσιμος]], [[ἄξιος]] [[καταφρονήσεως]], «τιποτένιος», [[αὐτόθι]] 7. 9, Σοφ. Φ. 439, κτλ.· ἀλλ’ ἀπερεί τις [[ἔποικος]] [[ἀναξία]] οἰκονομῶ θαλάμους πατρὸς ὁ αὐτ. Ἠλ. 189: - Ἐπίρρ. - ίως ὁ αὐτ. Αἴ. 1432 καὶ ἀλλ. 3) [[ὅστις]] δὲν [[εἶναι]] [[πρέπον]] ἢ δίκαιον νὰ πάθῃ κακόν τι, ὁ αὐτ. Ἀντ. 694, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 526, Θουκ. 3. 59. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, παρ’ ἀξίαν, [[πρᾶγμα]] τοῦ ὁποίου δὲν εἶναί τις [[ἄξιος]], ἀνάξια παθεῖν Εὐρ. Ι. Α. 852, καὶ ἀλλ., Πλάτ. Θεαίτ. 184Α· ἀν. παθεῖν τῶν ὑπηργμένων Λυσ. 164. 7. 2) τὸ [[ἄνευ]] ἀξίας μηδεμίαν ἀξίαν ἔχον· τὸ ἀν. ἀκερδὲς Πλάτ. Ἵπαρχ. 231E.
|lstext='''ἀνάξιος''': -ον, [[ὡσαύτως]], [[συχν]]. παρ’ Ἀττ. -α, ον. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, [[ἀνάξιος]], ὁ μὴ θεωρούμενος [[ἄξιος]], [[μετὰ]] γεν. ἀν. [[σφέων]] αὐτῶν [[ἑαυτοῦ]] Ἡρ. 1. 73, 114· ἀνάξιον σοῦ, ὑπέρτερον τῆς σῆς ἀξίας, ἀντιτίθεται δὲ τῷ [[κατάξιος]], ὡς: ἀνάξιον μὲν σοῦ, κατάξιον δ’ ἐμοῦ Σοφ. Φιλ. 1009· ἀν. ἐμοῦ, ἀνάρμοστα, Πλάτ. Ἀπολ. 38E, κτλ.: - [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀπαρ., ἀνάξιαι γὰρ πᾶσίν ἐστε δυστυχεῖν, κατὰ τὴν κρίσιν πάντων ἀναξίως (ἀδίκως) δυστυχεῖτε, Σοφ. Ο. Κ. 1446· [[νικᾶν]] Πλάτ. Πρωτ. 356A: - Ἐπίρρ., ἐφθάρησαν ἀναξίως, ἑωυτῶν Ἡρόδ. 7. 10, 5. 2) ἀπο., [[ἀνάξιος]], μὴ ἔχων ἀξίαν, εἰς οὐδὲν [[χρήσιμος]], [[ἄξιος]] [[καταφρονήσεως]], «τιποτένιος», [[αὐτόθι]] 7. 9, Σοφ. Φ. 439, κτλ.· ἀλλ’ ἀπερεί τις [[ἔποικος]] [[ἀναξία]] οἰκονομῶ θαλάμους πατρὸς ὁ αὐτ. Ἠλ. 189: - Ἐπίρρ. - ίως ὁ αὐτ. Αἴ. 1432 καὶ ἀλλ. 3) [[ὅστις]] δὲν [[εἶναι]] [[πρέπον]] ἢ δίκαιον νὰ πάθῃ κακόν τι, ὁ αὐτ. Ἀντ. 694, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 526, Θουκ. 3. 59. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, παρ’ ἀξίαν, [[πρᾶγμα]] τοῦ ὁποίου δὲν εἶναί τις [[ἄξιος]], ἀνάξια παθεῖν Εὐρ. Ι. Α. 852, καὶ ἀλλ., Πλάτ. Θεαίτ. 184Α· ἀν. παθεῖν τῶν ὑπηργμένων Λυσ. 164. 7. 2) τὸ [[ἄνευ]] ἀξίας μηδεμίαν ἀξίαν ἔχον· τὸ ἀν. ἀκερδὲς Πλάτ. Ἵπαρχ. 231E.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ος <i>ou</i> α, ον :<br /><b>I.</b> indigne de, non mérité par, immérité :<br /><b>1</b> <i>en mauv. part</i> παθοῦς ἀνάξια EUR ayant souffert un traitement indigne;<br /><b>2</b> <i>en b. part</i> παῖδα ἀνάξιον [[σοῦ]] SOPH fils indigne de toi (<i>càd</i> trop généreux pour toi, tel que tu ne mérites pas);<br /><b>II.</b> qui ne mérite pas de :<br /><b>1</b> <i>en mauv. part</i> indigne, méprisable;<br /><b>2</b> <i>en b. part</i> [[ἀνάξιος]] δυστυχεῖν SOPH qui ne mérite pas d’être malheureux.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἄξιος]].
}}
}}