Anonymous

ἀνάδυσις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_8)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνάδῠσις''': -εως, ἡ, [[ὑποχώρησις]], [[διαφυγή]], Πλάτ. Εὐθύδ. 302Ε: τὸ ἀποκλίνειν, ἀποφεύγειν, ἰδίως τὸ νὰ ὑπηρετήσῃ τις ὡς [[στρατιώτης]], Πλουτ. Κίμ. 18.
|lstext='''ἀνάδῠσις''': -εως, ἡ, [[ὑποχώρησις]], [[διαφυγή]], Πλάτ. Εὐθύδ. 302Ε: τὸ ἀποκλίνειν, ἀποφεύγειν, ἰδίως τὸ νὰ ὑπηρετήσῃ τις ὡς [[στρατιώτης]], Πλουτ. Κίμ. 18.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action de se soustraire à, d’esquiver.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναδύομαι]].
}}
}}