ἀνάδυσις
ὁ γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A drawing back, retreat, Pl.Euthd.302e, Jul.Or. 5.175b: c. gen., shirking, τῆς στρατείας Plu.Cim.18.
2 emergence from underground, J.BJ7.2.2; of land from water, LXX Wi. 19.7; of bird from lake, Sch.Od.5.337.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
I acción de emerger del mar, LXX Sap.19.7, Sch.Od.5.337
•ref. al bautismo, Cyr.H.Catech.20.4
•acción de surgir de la tierra, I.BI 7.27
•fig. brote ref. a la aparición de las herejías, Epiph.Const.Haer.31.1.
II 1retroceso ἐπὶ τὰς πρεσβυτέρας καὶ ἀρχηγικωτέρας αἰτίας Iul.Or.8.175b.
2 escapatoria ὡμολόγηκα, ἔφην· οὐκ ἔστιν γάρ μοι ἀνάδυσις Pl.Euthd.302e
•c. gen. obj. ἀ. τῆς στρατείας Plu.Cim.18.
German (Pape)
[Seite 187] ἡ, 1) das Hervorkommen, Hervortauchen. – 2) das Zurücktreten, Vermeiden, Theophr.; Ausflucht, Zurücknehmen seines Wortes, Plat. Euthyd. 302 e.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de se soustraire à, d'esquiver.
Étymologie: ἀναδύομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάδῠσις: εως ἡ отступление, отказ, увертка: οὔκ ἐστιν ἀ. Plat., Plut. отказываться невозможно.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάδῠσις: -εως, ἡ, ὑποχώρησις, διαφυγή, Πλάτ. Εὐθύδ. 302Ε: τὸ ἀποκλίνειν, ἀποφεύγειν, ἰδίως τὸ νὰ ὑπηρετήσῃ τις ὡς στρατιώτης, Πλουτ. Κίμ. 18.
Greek Monotonic
ἀνάδῠσις: -εως, ἡ, οπισθοχώρηση, υποχώρηση, διαφυγή, σε Πλάτ.· διαφυγή από την εκπλήρωση της στρατιωτικής θητείας, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ἀναδύομαι
a drawing back, retreat, Plat.: a holding back from service, Plut.