Anonymous

ἀναπλέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_12)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναπλέω''': Ἰων. -[[πλώω]], Ἐπ. -[[πλείω]]: μέλλ. -πλεύσομαι: (ἴδε [[πλέω]]). Πλέω πρὸς τὰ ἄνω, [[ἀνέρχομαι]] τὸ [[ῥεῦμα]], [[πλέω]] [[ἐναντίον]] τοῦ ῥεύματος, στεινωπὸν ἀνεπλέομεν Ὀδ. Μ. 234, πρβλ. Ἡρόδ. 2. 97., 4. 89: - Παθ., ἀναπλεῖται ἐκ τῇς θαλάττης ὁ ποταμὸς Πολύβ. 2. 16, 10. 2) [[μεταβαίνω]] διὰ θαλάσσης εἰς τόπον τινά, ἐς Τροίην νήεσσιν ἀναπλεύσεσθαι ἔμελλον Ἰλ. Λ. 22, πρβλ. Ἀνδοκ. 10. 28, Δημ. 290. 2. 3) [[ἐπιπλέω]], [[ἀνέρχομαι]] εἰς τὴν ἐπιφάνειαν, [[ναυάγιον]] ἀν Ἀριστ. Προβλ. 23, 5, 1. 4) ὑπερχειλίζω, πλημμυρῶ, Ἰακωψ. Αἰλ. π. Ζ. 10. 19. ΙΙ. [[πλέω]] [[ὀπίσω]] διὰ τῆς αὐτῆς ὁδοῦ, [[ἐπανέρχομαι]] διὰ θαλάσσης, Ἡρόδ. 1. 78. Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 36: - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῶν ἰχθύων, [[ἐπανέρχομαι]], Ἡρόδ. 2. 93. 2) μεταφ., ἐπὶ τροφῆς, ἀνερχομένης ἐκ τοῦ στομάχου πρὸς ἀναμάσησιν, ἐπὶ μηρυκωμένων ζῴων, Αἰλ. π. Ζ. 2. 54. ΙΙΙ. ὀδόντες ἀναπλέουσι, πίπτουσιν, Ἱππ. 1125G., Νικ. Θ. 308· πρβλ. [[ἀνάπλευσις]].
|lstext='''ἀναπλέω''': Ἰων. -[[πλώω]], Ἐπ. -[[πλείω]]: μέλλ. -πλεύσομαι: (ἴδε [[πλέω]]). Πλέω πρὸς τὰ ἄνω, [[ἀνέρχομαι]] τὸ [[ῥεῦμα]], [[πλέω]] [[ἐναντίον]] τοῦ ῥεύματος, στεινωπὸν ἀνεπλέομεν Ὀδ. Μ. 234, πρβλ. Ἡρόδ. 2. 97., 4. 89: - Παθ., ἀναπλεῖται ἐκ τῇς θαλάττης ὁ ποταμὸς Πολύβ. 2. 16, 10. 2) [[μεταβαίνω]] διὰ θαλάσσης εἰς τόπον τινά, ἐς Τροίην νήεσσιν ἀναπλεύσεσθαι ἔμελλον Ἰλ. Λ. 22, πρβλ. Ἀνδοκ. 10. 28, Δημ. 290. 2. 3) [[ἐπιπλέω]], [[ἀνέρχομαι]] εἰς τὴν ἐπιφάνειαν, [[ναυάγιον]] ἀν Ἀριστ. Προβλ. 23, 5, 1. 4) ὑπερχειλίζω, πλημμυρῶ, Ἰακωψ. Αἰλ. π. Ζ. 10. 19. ΙΙ. [[πλέω]] [[ὀπίσω]] διὰ τῆς αὐτῆς ὁδοῦ, [[ἐπανέρχομαι]] διὰ θαλάσσης, Ἡρόδ. 1. 78. Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 36: - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῶν ἰχθύων, [[ἐπανέρχομαι]], Ἡρόδ. 2. 93. 2) μεταφ., ἐπὶ τροφῆς, ἀνερχομένης ἐκ τοῦ στομάχου πρὸς ἀναμάσησιν, ἐπὶ μηρυκωμένων ζῴων, Αἰλ. π. Ζ. 2. 54. ΙΙΙ. ὀδόντες ἀναπλέουσι, πίπτουσιν, Ἱππ. 1125G., Νικ. Θ. 308· πρβλ. [[ἀνάπλευσις]].
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀναπλεύσομαι, <i>etc.</i><br /><b>I.</b> ([[ἀνά]], en haut);<br /><b>1</b> naviguer en remontant : στεινωπόν OD un détroit ; <i>abs.</i> remonter le cours d’un fleuve;<br /><b>2</b> gagner la haute mer, s’embarquer pour une expédition;<br /><b>3</b> remonter à la surface de l’eau;<br /><b>4</b> déborder;<br /><b>II.</b> ([[ἀνά]], en arrière);<br /><b>1</b> naviguer en rebroussant chemin;<br /><b>2</b> revenir <i>en parl. d’aliments</i> : τροφὴ ἀναπλέουσα ÉL nourriture qui revient de l’estomac dans la bouche des ruminants.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[πλέω]].
}}
}}