Anonymous

ἀναρροιζέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_19)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναρροιζέω''': ὁρμῶ πρὸς τὰ [[ἐπάνω]] ἢ πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], Πλούτ. 2. 979D. ΙΙ. φέρομαι ὑψηλὰ εἰς τὸν ἀέρα [[μετὰ]] ταχύτητος καὶ ῥοίζου, ἐπὶ βελῶν, ἀνερροίζησαν ὀϊστοὶ Νόνν. Δ. 29. 289.
|lstext='''ἀναρροιζέω''': ὁρμῶ πρὸς τὰ [[ἐπάνω]] ἢ πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], Πλούτ. 2. 979D. ΙΙ. φέρομαι ὑψηλὰ εἰς τὸν ἀέρα [[μετὰ]] ταχύτητος καὶ ῥοίζου, ἐπὶ βελῶν, ἀνερροίζησαν ὀϊστοὶ Νόνν. Δ. 29. 289.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />remonter bruyamment à la surface de l’eau.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ῥοιζέω]].
}}
}}