ἀναρροιζέω
From LSJ
Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit
English (LSJ)
A rush up, rush back, Plu.2.979e.
II hurtle in air, of arrows, Nonn. D. 29.289.
III trans., discharge, οἱ καταπέλται τὰς λόγχας ἀ. J.BJ3.7.9.
Spanish (DGE)
1 disparar οἱ καταπέλται τὰς λόγχας ἀνερροίζουν I.BI 3.167.
2 surcar con ruido el agua, de delfines, Plu.2.979d, el aire, de flechas, Nonn.D.29.289.
French (Bailly abrégé)
ἀναρροιζῶ :
remonter bruyamment à la surface de l'eau.
Étymologie: ἀνά, ῥοιζέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναρροιζέω: ὁρμῶ πρὸς τὰ ἐπάνω ἢ πρὸς τὰ ὀπίσω, Πλούτ. 2. 979D. ΙΙ. φέρομαι ὑψηλὰ εἰς τὸν ἀέρα μετὰ ταχύτητος καὶ ῥοίζου, ἐπὶ βελῶν, ἀνερροίζησαν ὀϊστοὶ Νόνν. Δ. 29. 289.
Russian (Dvoretsky)
ἀναρροιζέω: с шумом высовываться (на поверхность моря) (δελφὶς ἀναρροιζεῖ Plut.).