Anonymous

ἀνασκάπτω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνασκάπτω''': ἀνορύττω, [[σκάπτω]], Ἀριστ. π. Θαυμ. 73, ἐν τῷ παθ. 2) ἐκριζῶ, «ξεριζώνω», ἐπὶ φυτῶν, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 3. 18, 5: [[ἀνατρέπω]] ἐκ θεμελίων, [[κατεδαφίζω]], ἐπὶ οἰκοδομῶν, Πολύβ. 16. 1, 6. 3) [[σκάπτω]] τὴν γῆν, Πλουτ. Θησ. 36, πρβλ. Πομπ. 62.
|lstext='''ἀνασκάπτω''': ἀνορύττω, [[σκάπτω]], Ἀριστ. π. Θαυμ. 73, ἐν τῷ παθ. 2) ἐκριζῶ, «ξεριζώνω», ἐπὶ φυτῶν, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 3. 18, 5: [[ἀνατρέπω]] ἐκ θεμελίων, [[κατεδαφίζω]], ἐπὶ οἰκοδομῶν, Πολύβ. 16. 1, 6. 3) [[σκάπτω]] τὴν γῆν, Πλουτ. Θησ. 36, πρβλ. Πομπ. 62.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀνασκάψω, <i>ao.</i> ἀνέσκαψα ; <i>part. ao.2 Pass.</i> ἀνασκαφείς;<br /><b>1</b> fouiller le sol;<br /><b>2</b> ouvrir des tranchées dans, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[σκάπτω]].
}}
}}