Anonymous

ἀναμίξ: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_6)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναμίξ''': ἐπίρρ., [[ἀναμεμιγμένως]], πρὸ τοῦ δὲ [[ἀναμίξ]] ἦν πάντα ὁμοίως ἀναπεφυρμένα Ἡρόδ. 1. 103· ἀναμὶξ τεταγμένοι Θουκ. 3. 107.
|lstext='''ἀναμίξ''': ἐπίρρ., [[ἀναμεμιγμένως]], πρὸ τοῦ δὲ [[ἀναμίξ]] ἦν πάντα ὁμοίως ἀναπεφυρμένα Ἡρόδ. 1. 103· ἀναμὶξ τεταγμένοι Θουκ. 3. 107.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />pêle-mêle.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναμίγνυμι]].
}}
}}