Anonymous

ἀνέλπιστος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_19)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνέλπιστος''': -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ μὴ ἐλπιζόμενος, ὁ [[ἀπροσδόκητος]], φυγὴ Αἰσχύλ. Ἱκ. 329· [[θαῦμα]] Σοφ. Τρ. 673· [[ἔργον]] Θουκ. 6. 33· [[τύχη]] Εὐρ. Ἑλ. 412· τὸ ἀνέλπιστον τοῦ βεβαίου, ἡ [[ἔλλειψις]] προσδοκίας, περὶ τῆς κτήσεως βεβαίου τινὸς πράγματος, Θουκ. 3. 83· τὰ ἀν. Ἀριστ. Ρητ. 2. 5, 14· οὐκ ἀνέλπιστον γέγονέ μοι τὸ γεγονὸς Πλάτ. Ἀπολογ. 36Α: ― Ἐπίρρ. -τως, ἀπροσδοκήτως, ἀνελπίστως γέγονε [[μέγας]] Ψήφισμ. παρὰ Δημ. 289. 17. ΙΙ. ἐνεργ., 1) ἐπὶ προσώπων, ὁ μὴ ἔχων ἐλπίδα, [[ἄνελπις]], Ἱππ. Ἀφ. 1260, Προγν. 43· ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες Θεόκρ. 4. 42· μετ’ ἀπαρεμφ., ἀν. σωθήσεσθαι Θουκ. 8. 1· ἀν. ἐπιγενέσθαι ἄν τινα σφίσι πολέμιον, μὴ περιμένοντες ὅτι..., ὁ αὐτ. 3. 30· ἀν. τοῦ [[ἑλεῖν]] Ξεν. Κύν. 7. 9· ἀν. ἔς. τινα Θουκ. 6. 17· ἀν. καταστῆσαί τινα, ὡς... ὁ αὐτ. 3. 46· ― Ἐπίρρ. ἀνελπίστως ἔχει, εὑρίσκεται ἐν ἀπελπισμῷ, Πλάτ. Φίληβ. 36Β. 2) ἐπὶ πράγματος ἢ καταστάσεως, [[βίοτος]] [[ἀνέλπιστος]], [[ἄνευ]] ἐλπίδος τινός, Σοφ. Ἠλ. 186, Θουκ. 5. 102· πρὸς τὸ ἀνέλπιστον τρέπεσθαι ὁ αὐτ. 2. 51· ἀνέλπιστον οὐδέν [ἐστι], μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., [[οὐδόλως]] [[εἶναι]] παράλογον νὰ ἐλπίζῃ τις ὅτι..., Ἀνδοκ. 32. 21: ― Συγκρ., τὰ ἐκ τῆς γῆς ἀνελπιστότερα [[ὄντα]] Θουκ. 7. 4: ― Ἐπίρρ., ἀνελπίστως νουσέειν Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 2. 5.
|lstext='''ἀνέλπιστος''': -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ μὴ ἐλπιζόμενος, ὁ [[ἀπροσδόκητος]], φυγὴ Αἰσχύλ. Ἱκ. 329· [[θαῦμα]] Σοφ. Τρ. 673· [[ἔργον]] Θουκ. 6. 33· [[τύχη]] Εὐρ. Ἑλ. 412· τὸ ἀνέλπιστον τοῦ βεβαίου, ἡ [[ἔλλειψις]] προσδοκίας, περὶ τῆς κτήσεως βεβαίου τινὸς πράγματος, Θουκ. 3. 83· τὰ ἀν. Ἀριστ. Ρητ. 2. 5, 14· οὐκ ἀνέλπιστον γέγονέ μοι τὸ γεγονὸς Πλάτ. Ἀπολογ. 36Α: ― Ἐπίρρ. -τως, ἀπροσδοκήτως, ἀνελπίστως γέγονε [[μέγας]] Ψήφισμ. παρὰ Δημ. 289. 17. ΙΙ. ἐνεργ., 1) ἐπὶ προσώπων, ὁ μὴ ἔχων ἐλπίδα, [[ἄνελπις]], Ἱππ. Ἀφ. 1260, Προγν. 43· ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες Θεόκρ. 4. 42· μετ’ ἀπαρεμφ., ἀν. σωθήσεσθαι Θουκ. 8. 1· ἀν. ἐπιγενέσθαι ἄν τινα σφίσι πολέμιον, μὴ περιμένοντες ὅτι..., ὁ αὐτ. 3. 30· ἀν. τοῦ [[ἑλεῖν]] Ξεν. Κύν. 7. 9· ἀν. ἔς. τινα Θουκ. 6. 17· ἀν. καταστῆσαί τινα, ὡς... ὁ αὐτ. 3. 46· ― Ἐπίρρ. ἀνελπίστως ἔχει, εὑρίσκεται ἐν ἀπελπισμῷ, Πλάτ. Φίληβ. 36Β. 2) ἐπὶ πράγματος ἢ καταστάσεως, [[βίοτος]] [[ἀνέλπιστος]], [[ἄνευ]] ἐλπίδος τινός, Σοφ. Ἠλ. 186, Θουκ. 5. 102· πρὸς τὸ ἀνέλπιστον τρέπεσθαι ὁ αὐτ. 2. 51· ἀνέλπιστον οὐδέν [ἐστι], μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., [[οὐδόλως]] [[εἶναι]] παράλογον νὰ ἐλπίζῃ τις ὅτι..., Ἀνδοκ. 32. 21: ― Συγκρ., τὰ ἐκ τῆς γῆς ἀνελπιστότερα [[ὄντα]] Θουκ. 7. 4: ― Ἐπίρρ., ἀνελπίστως νουσέειν Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 2. 5.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>I. 1</b> inattendu, inespéré ; <i>en gén.</i> imprévu;<br /><b>2</b> désespéré, au sujet duquel on n’espère plus, qui ne laisse pas d’espoir;<br /><b>II.</b> qui n’espère pas <i>ou</i> n’espère plus, désespéré ; [[ἀνέλπιστος]] ἔς τινα THC qui désespère à l’égard de qqn, <i>càd</i> dans sa lutte contre qqn ; [[ἀνέλπιστος]] ἐπιγίγνεσθαί τινα THC n’espérant pas <i>ou</i> ne supposant pas que personne survînt ; [[ἀνέλπιστος]] σωθήσεσθαι THC qui désespère d’être sauvé ; τὸ ἀνέλπιστον THC le désespoir.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἐλπίζω]].
}}
}}