Anonymous

ἀνελλιπής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_7)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνελλῐπής''': -ές, ὁ μὴ λείπων, [[συνεχής]], [[ἀδιάκοπος]], τῆς σπουδῆς τῆς ἀνελλιποῦς Αἰλ. Π. Ἱ. 1. 33· ἐπὶ ποταμῶν, [[Πολυδ]]. 3. 103: ― Ἐπίρρ. -πῶς Σέξτ. Ἐμπ. πρὸς Μ. 8. 439, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθ.) 2775b. ΙΙ. ὁ μὴ στερούμενος, τινὸς [[αὐτόθι]] 4717. 12.
|lstext='''ἀνελλῐπής''': -ές, ὁ μὴ λείπων, [[συνεχής]], [[ἀδιάκοπος]], τῆς σπουδῆς τῆς ἀνελλιποῦς Αἰλ. Π. Ἱ. 1. 33· ἐπὶ ποταμῶν, [[Πολυδ]]. 3. 103: ― Ἐπίρρ. -πῶς Σέξτ. Ἐμπ. πρὸς Μ. 8. 439, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθ.) 2775b. ΙΙ. ὁ μὴ στερούμενος, τινὸς [[αὐτόθι]] 4717. 12.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />incessant, continuel.<br />'''Étymologie:''' ἀ. [[ἐλλείπω]].
}}
}}