Anonymous

ἀναρίθμητος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνᾰρίθμητος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀριθμήσῃ, «ἀλογάριαστος» Πινδ. Ο. 7. 45, Ἡρόδ. 1. 126., 7. 190, 211, καὶ ἀλλ. καὶ Ἀττ.: ἐπὶ χρόνου, [[ἀμέτρητος]], [[πολύς]], ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος [[χρόνος]] Σοφ. Αἴ. 646. 2) ὁ μὴ [[ἐναρίθμιος]], ὁ μὴ «λογαριαζόμενος», [[ἀσήμαντος]], ἀναρίθμητον, ἐκ δούλης τινὸς γυναικὸς Εὐρ. Ἴων. 837, Ἑλ. 1679.
|lstext='''ἀνᾰρίθμητος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀριθμήσῃ, «ἀλογάριαστος» Πινδ. Ο. 7. 45, Ἡρόδ. 1. 126., 7. 190, 211, καὶ ἀλλ. καὶ Ἀττ.: ἐπὶ χρόνου, [[ἀμέτρητος]], [[πολύς]], ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος [[χρόνος]] Σοφ. Αἴ. 646. 2) ὁ μὴ [[ἐναρίθμιος]], ὁ μὴ «λογαριαζόμενος», [[ἀσήμαντος]], ἀναρίθμητον, ἐκ δούλης τινὸς γυναικὸς Εὐρ. Ἴων. 837, Ἑλ. 1679.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> innombrable;<br /><b>2</b> infini.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἀριθμέω]].
}}
}}